Выбрать главу

Αυτή τη φορά, ο Ρισάρ ξανάβαλε τα γέλια μαζί με τον κύριο Μονσαρμέν και τον Ρεμί, το γραμματέα. Ο επιθεωρητής όμως, που είχε πια πείρα απ' αυτά, ούτε που χαμογέλασε. Ακουμπισμένος στον τοίχο αναρωτιόταν, κουνώντας συνέχεια στην τσέπη του τα κλειδιά του, τι τέλος θα είχε αυτή η ιστορία. Και όσο η μαντάμ Ζιρί συνέχιζε, με τραχύ και καυχησιάρικο ύφος, τόσο περισσότερο φοβότανε πως ο διευθυντής θα ξαναθύμωνε! Και να, που η κυρία Ζιρί, μπροστά στην διευθυντική ιλαρότητα, τολμούσε να γίνεται απειλητική! Πραγματικά απειλητική!

«Αντί να γελάτε με το φάντασμα», φώναξε, «θα 'ταν καλύτερα ν' ακολουθήσετε το παράδειγμα του κυρίου Πολινιύ που μόνος του συνειδητοποίησε…»

«Τι συνειδητοποίησε;» ρωτά ο Μονσαρμέν, που ποτέ δεν είχε διασκεδάσει τόσο πολύ.

«Συνειδητοποίησε την ύπαρξη του φαντάσματος!… Αφού σας το λέω… Σταθείτε!… (Ξαφνικά κρίνοντας πως η στιγμή ήταν κρίσιμη, ηρεμεί). Σταθείτε!… Το θυμάμαι σαν νάταν χτες. Αυτή τη φορά παίζανε Την Εβραία. Ο κύριος Πολινιύ είχε θελήσει να παρακολουθήσει μόνος του την παράσταση, από το θεωρείο του φαντάσματος. Η κυρία Κράους είχε φοβερή επιτυχία. Τραγουδούσε το κομμάτι απ' τη δεύτερη πράξη:

(Η μαντάμ Ζιρί αρχίζει να σιγοτραγουδά):

Κοντά σ' αυτόν που αγαπώ Θέλω να ζήσω και να πεθάνω Και ο θάνατος ακόμη δεν μπορεί να μας χωρίσει.

«Μάλιστα, μάλιστα…», παρατηρεί μ' ένα χαμόγελο αποδοκιμασίας ο κύριος Μονσαρμέν.

Όμως, η μαντάμ Ζιρί συνεχίζει να σιγοτραγουδά, κουνώντας πέρα δώθε τα φτερά του καπέλου της που είχε το χρώμα της στάχτης:

Ας φύγουμε! Ας φύγουμε! Εδώ χαμηλά στους ουρανούς, Έτσι κι αλλιώς μας περιμένει και τους δυο η ίδια μοίρα.

«Μάλιστα, μάλιστα, καταλαβαίνουμε!» επαναλαμβάνει ο Ρισάρ… ανυπόμονος… «λοιπόν, λοιπόν;» «Λοιπόν, εκείνη τη στιγμή ο Λεοπόλντ φωνάζει:

“Πάμε να φύγουμε!” και ο Ελεάζερ τους σταματά ρωτώντας τους: “Πού πάτε;” Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο κύριος Πολινιύ, που τον παρατηρούσα απ' το βάθος ενός πλαϊνού θεωρείου που ήταν άδειο, ο κύριος Πολινιύ λοιπόν, σηκώθηκε όρθιος και έφυγε στητός σαν άγαλμα και μόλις που πρόλαβα να τον ρωτήσω, όπως ο Ελεάζερ: “πού πάτε;”. Αυτός όμως δεν μου απάντησε. Ήταν κατάχλομος! Σαν νεκρός! Τον κοιτούσα ενώ κατέβαινε τις σκάλες… αυτός δεν έσπασε το πόδι… Περπατούσε σαν υπνοβάτης, σαν να ζούσε ένα φοβερό εφιάλτη… Ούτε την έξοδο δεν μπορούσε να βρει… αυτός που πληρωνόταν για να ξέρει την Όπερα απ' έξω κι ανακατωτά!»

Αυτά είπε η μαντάμ Ζιρί και σταμάτησε για να δει την εντύπωση που προκάλεσαν τα λόγια της. Η ιστορία του Πολινιύ έκανε τον κύριο Μονσαρμέν να κουνήσει το κεφάλι του πέρω δώθε.

«Όλ' αυτά δε μου λένε τίποτα, ούτε για τις συνθήκες ούτε για τον τρόπο που εμφανίζεται το φάντασμα και μάλιστα σας ζητά να του πάτε ένα μικρό σκαμνάκι!» είπε, κεραυνοβολώντας τη μαντάμ Ζιρί με το βλέμμα του.

«Ναι… αλλά είναι μετά απ' αυτό το βράδυ… γιατί μετά απ' αυτό το βράδυ δεν ξαναενοχλήσαμε το φάντασμα μας… ποτέ πια δεν προσπαθήσαμε να του στερήσουμε το θεωρείο του. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ έδωσαν εντολή να του το παραχωρούν σε όλες τις παραστάσεις. Έτσι λοιπόν, όταν ερχότανε μου ζητούσε το σκαμνάκι του…»

«Χμ! χμ! ένα φάντασμα που ζητά ένα μικρό σκαμνάκι. Είναι λοιπόν θηλυκού γένους το φάντασμά σας, είναι μια γυναίκα — φάντασμα;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν.

«Όχι, το φάντασμα είναι άντρας».

«Πώς το ξέρετε;»

«Έχει αντρική φωνή! Ω! έχει μια τόσο γλυκιά φωνή! Να σας πω πώς γίνεται: Όταν έρχεται στην Όπερα, συνήθως έρχεται στη μέση της πρώτης πράξης, χτυπά τρεις φορές απαλά την πόρτα του θεωρείου No 5. Την πρώτη φορά που άκουσα αυτά τα χτυπήματα, ενώ ήξερα πολύ καλά πως το θεωρείο ήταν άδειο, ξαφνιάστηκα κι ήμουν τρομερά περίεργη να δω τι συνέβαινε! Ανοίγω την πόρτα, κοιτάζω: κανείς! και μετά, να που ακούω μια φωνή να μου λέει: “Κυρία Ζιλ” (είναι το όνομα του μακαρίτη του άντρα μου), “μπορώ να έχω ένα σκαμνάκι, σας παρακαλώ;” Μ' όλο το σεβασμό που σας έχω, κύριε διευθυντά, είχα γίνει κατακόκκινη σαν ντομάτα… Η φωνή όμως συνέχιζε: “Μην τρομάζετε μαντάμ Ζιλ, είμαι εγώ, το φάντασμα της Όπερας!!!” Κοίταξα προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή. Ήταν μια φωνή τόσο ζεστή, τόσο οικεία, που δε με φόβιζε πια καθόλου. Η φωνή, κύριε διευθυντά, ήταν καθισμένη στην πρώτη πολυθρόνα της πρώτης δεξιάς σειράς. Δεν έβλεπα κανέναν στην πολυθρόνα, αλλά θα μπορούσε να πάρει κανείς όρκο πως κάποιος ήταν κρυμμένος εκεί και μιλούσε, κάποιος μάλιστα που, μα την πίστη μου, ήταν πάρα πολύ ευγενικός».