Выбрать главу

Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή απόρριπτε όλες τις προτάσεις και όλους τους δασκάλους. Δίχως να δώσει καμιά ικανοποιητική εξήγηση, αρνήθηκε να εμφανιστεί σε μια φιλανθρωπική γιορτή, ενώ παλιότερα είχε υποσχεθεί πως θα συμμετάσχει.

Συμπεριφερόταν λες και δεν ήταν πια κύρια του εαυτού της και της τύχης της, λες κι η προοπτική ενός νέου θριάμβου τη φόβιζε.

Έμαθε πως ο κόμης ντε Σανιύ, για να ευχαριστήσει τον αδελφό του, είχε μιλήσει συχνά υπέρ της στον κύριο Ρισάρ. Του έγραψε για να τον ευχαριστήσει, αλλά και για να τον παρακαλέσει να μην ξαναμιλήσει γι' αυτήν στους διευθυντές της. Ποιοι άραγε ήταν οι λόγοι αυτής της τόσο παράξενης συμπεριφοράς; Μερικοί υποστήριξαν πως πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά κρυβόταν η υπεροψία. Άλλοι, μιλούσαν για υπερβολική σεμνότητα. Όμως, δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος του θεάτρου να είναι σεμνός σε τέτοιο βαθμό. Δεν έχει νόημα. Στην πραγματικότητα, νομίζω πως μια μόνο λέξη εξηγεί αυτήν την απίστευτη συμπεριφορά: φόβος. Ναι. Πιστεύω πως η Κριστίν Ντααέ φοβήθηκε αυτό που άρχιζε να της συμβαίνει. Τα 'χε χαμένα μ' όλον αυτόν τον κόσμο που την περιτριγύριζε. Τα 'χε χαμένα; Μα, αν είναι δυνατόν! Έχω εδώ ένα γράμμα της Κριστίν (συλλογή του Πέρση), που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ε, λοιπόν, όταν το ξαναδιάβασα κατάληξα πως ήταν άστοχο το να θεωρώ πως «τα 'χε χαμένα» ή πως είχε φοβηθεί το θρίαμβο της.

Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως ήταν τρομαγμένη. Ναι, ναι… τρομαγμένη. «Όταν τραγουδώ, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου!», λέει η ίδια.

Το καημένο, το αθώο, το γλυκό αυτό παιδί!

Δεν εμφανιζόταν πουθενά κι ο υποκόμης ντε Σανιύ μάταια προσπαθούσε να τη συναντήσει. Της έγραψε, ζητώντας την άδεια να την επισκεφτεί. Είχε αρχίσει ν' απελπίζεται, όταν ένα πρωινό του έστειλε το ακόλουθο σημείωμα:

«Κύριε, ποτέ μου δεν ξέχασα εκείνο το μικρό παιδί που πήγε να βρει την εσάρπα μου στη θάλασσα. Δεν μπορώ να μην σας το γράψω αυτό, σήμερα, που φεύγω για το Περός, ανταποκρινόμενη σε ιερό καθήκον. Αύριο, είναι τα γενέθλια του αγαπημένου μου πατέρα, που είχατε γνωρίσει και που σας αγαπούσε πολύ. Έχει θαφτεί εκεί κάτω, μαζί με το βιολί του, στο κοιμητήρι γύρω απ' τη μικρή εκκλησία, στους πρόποδες του λόφου όπου τόσες φορές είχαμε παίξει όταν είμασταν μικροί. Είναι θαμμένος εκεί, στην άκρη του δρόμου, όπου, λίγο μεγαλύτεροι, χαιρετιστήκαμε για τελευταία φορά».

Όταν ο υποκόμης του Σανιύ έλαβε αυτό το μπιλιέτο από την Κριστίν Ντααέ, ντύθηκε βιαστικά, έγραψε ένα βιαστικό σημείωμα στον αδελφό του και όρμησε μέσα σ' ένα αμάξι που, τελικά, έφτασε καθυστερημένα στο σταθμό του Μονπαρνάς κι έτσι δεν πρόλαβε το πρωινό τρένο. Ο Ραούλ, πέρασε μια θλιβερή μέρα και δεν ξανάνιωσε χαρά για τη ζωή, παρά μόνο το βράδυ, όταν μπήκε στο βαγόνι του. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού διάβαζε, ξανά και ξανά, το γράμμα της Κριστίν και μύριζε το άρωμα της. Έφερνε στο νου του τη γλυκιά εικόνα των παιδικών τους χρόνων. Πέρασε όλη τη φριχτή ατέλειωτη νύχτα του τρένου, μέσα σ' ένα πυρετικό όνειρο που ως αρχή και τέλος είχε την Κριστίν Ντααέ. Όταν φτάσανε στην Λανιόν, μόλις ξημέρωνε. Έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο Περός Γκιρέκ. Ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Άρχισε να ρωτά διάφορα πράγματα τον οδηγό. Έμαθε πως το προηγούμενο βράδυ, μια νέα γυναίκα, που έμοιαζε Παριζιάνα, πήγε στο Περός και κατέβηκε στο πανδοχείο Το Ηλιοβασίλεμα. Δεν μπορούσε νάταν άλλη απ' την Κριστίν. Είχε έρθει μόνη. Ο Ραούλ αναστέναξε βαθιά. Επιτέλους, θα μπορούσε να μιλήσει με την ησυχία του στην Κριστίν. Η αγάπη του γι' αυτήν του έκοβε την ανάσα. Τούτο το μεγάλο αγόρι, που είχε κάνει το γύρο του κόσμου, ήταν αγνό σαν μια παρθένα που δεν είχε αφήσει ποτέ το σπίτι της μάνας της. Καθώς πλησίαζε σ' αυτήν που λάτρευε, θυμήθηκε την ιστορία της μικρής Σουηδέζας. Πολλές απ' τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι άγνωστες στον πολύ κόσμο.

Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, κοντά στην Ουψάλα, ζούσε ένας χωρικός με την οικογένειά του. Όλη τη βδομάδα καλλιεργούσαν τη γη και την Κυριακή τραγούδαγαν στην εκκλησία. Αυτός ο χωρικός είχε ένα μικρό κοριτσάκι που πολύ πριν του μάθει να διαβάζει τα γράμματα, του έμαθε να διαβάζει μουσική. Ο μπάρμπα — Ντααέ, δίχως να το υποψιάζεται, ήταν ένας μεγάλος μουσικός. Έπαιζε βιολί και όλοι τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο βιολιστή της Σκανδιναβίας. Η φήμη του απλωνόταν παντού και πάντα αυτόν καλούσαν να παίξει, για να χορέψει ο κόσμος στους γάμους και τα πανηγύρια. Η μαμά — Ντααέ ήταν άρρωστη και πέθανε όταν η Κριστίν ήταν έξι χρονών. Τότε ο πατέρας της, που δεν αγαπούσε άλλον από την κόρη του και τη μουσική του, πούλησε το κτήμα του και πήγε να βρει την τύχη του στην Ουψάλα. Όμως δε βρήκε άλλο από δυστυχία.