Выбрать главу

Έτσι, ξαναγύρισε στην εξοχή. Γυρνούσε από πανηγύρι σε πανηγύρι σκορπώντας σκανδιναβικές μελωδίες, ενώ η κόρη του, που ήταν πάντα δίπλα του, τον άκουγε εκστατική και πολλές φορές τον συνόδευε τραγουδώντας. Μια μέρα, στο πανηγύρι του Λιμπί, τους άκουσε ο καθηγητής Βαλέριους και τους πήρε μαζί του στο Γκότενμπεργκ. Υποστήριξε πως ο πατέρας Ντααέ ήταν ο καλύτερος βιολιστής του κόσμου και πως η κόρη του είχε τη στόφα μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας. Ανάλαβε τη διαπαιδαγώγηση και μόρφωση του παιδιού. Παντού όπου πήγαινε μάγευε τους πάντες με την ομορφιά της, τη χάρη της και τη θέληση της για μάθηση και σωστή απόδοση. Η πρόοδος της ήταν πολύ γρήγορη. Στο μεταξύ όμως, ο καθηγητής Βαλέριους και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γαλλία. Η μαμά — Βαλέριους είχε την Κριστίν σαν παιδί της. Όσο για τον πατέρα της Κριστίν, έλιωνε από νοσταλγία για την πατρίδα του. Στο Παρίσι, δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ζούσε σαν μέσα σ' όνειρο που το συντηρούσε με το βιολί του. Για ώρες ολόκληρες κλεινόταν στο δωμάτιο του, μαζί με την κόρη του, και τους άκουγες να παίζουν μουσική και να τραγουδούν γλυκά γλυκά. Καμιά φορά, η μαμά -Βαλέριους πήγαινε κοντά στην πόρτα για να τους ακούσει. Αναστέναζε βαθιά, σκούπιζε κάποιο δάκρυ και απομακρυνόταν στις μύτες των ποδιών της. Κι αυτή νοσταλγούσε τον ουρανό της Σκανδιναβίας.

Ο πατέρας — Ντααέ, έμοιαζε να καλυτερεύει μόνο το καλοκαίρι όταν όλοι μαζί πήγαιναν να παραθερίσουν στο Περός — Γκιρέκ, σε μια γωνιά της Βρετάνης, που εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν ολότελα άγνωστη στους Παριζιάνους. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα αυτού του τόπου. Έλεγε πως είχε το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα της πατρίδας του. Πολλές φορές, έπαιρνε την κόρη του στην αμμουδιά κι εκεί έπαιζε τις πιο θλιμμένες του μελωδίες, λέγοντας πως ακόμη κι η θάλασσα σώπαινε για να τις ακούσει.

Ήθελε και κάτι ακόμα κι είχε παρακαλέσει τη μαμά — Βαλέριους τόσο πολύ που, τελικά, εκείνη συμφώνησε να ικανοποιήσει την παραξενιά αυτού του παλιού βιολιστή του χωριού.

Την εποχή των πανηγυριών, των χορών και των μασκαρεμάτων, έφευγε για λίγο, όπως άλλοτε, μαζί με το βιολί και την κόρη του. Ο κόσμος δεν κουραζόταν ποτέ να τους ακούει. Όλη τη μέρα σκορπούσαν παντού μελωδίες, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριουδάκια και τις νύχτες κοιμόντουσαν στους αχυρώνες, αρνούμενοι τα κρεβάτια των πανδοχείων. Ξάπλωναν πάνω στ' άχυρα, σφίγγοντας ο ένας τον άλλον, όπως παλιά, όταν ζούσαν φτωχικά στη Σκανδιναβία.

Ήταν ντυμένοι πολύ απλά, αρνιόντουσαν τα χρήματα που τους έδιναν, και ο κόσμος ολόγυρά τους, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα απ' τη συμπεριφορά αυτού του βιολιστή που γυρνούσε στους δρόμους μαζί μ' αυτό το παιδί που τραγουδούσε όμορφα σαν άγγελος, τους ακολουθούσε παντού, από χωριό σε χωριό.

Μια μέρα, ένα νέο αγόρι απ' την πόλη που ήταν εκεί μαζί με την γκουβερνάντα του, ακολουθούσε συνέχεια, παλτού το μικρό κορίτσι. Η γλυκύτατη αθώα φωνή της έμοιζε να τον έχει μαγέψει. Έτσι, έφτασαν σ' ένα μικρό λιμανάκι που ακόμη ως σήμερα το λένε Τρεστράου. Εκείνον τον καιρό, σ' αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε παρά ο ουρανός, η θάλασσα και η χρυσαφένια αμμουδιά. Και πάνω απ' όλα, αυτός ο δυνατός άνεμος που πήρε την εσάρπα της Κριστίν και την πήγε στη θάλασσα. Η Κριστίν φώναξε κι άπλωσε τα χέρια, όμως το φουλάρι ήταν κιόλας μακριά, στα κύματα. Η Κριστίν άκουσε μια φωνή να της λέει:

«Μην ανησυχείτε δεσποινίς, θα σας φέρω πίσω την εσάρπα σας».

Τότε το κορίτσι είδε ένα μικρό αγόρι να τρέχει, να τρέχει, αψηφώντας τις φωνές και τις διαμαρτυρίες μιας καλής κυρίας, ντυμένης στα μαύρα. Το μικρό αγόρι προχώρησε, μπήκε στη θάλασσα με τα ρούχα και της έφερε την εσάρπα της. Τόσο το μικρό παιδί όσο και η εσάρπα ήταν σε κακά χάλια! Η κυρία με τα μαύρα ήταν αδύνατον να ηρεμήσει. Η Κριστίν όμως γελούσε μ' όλη της την καρδιά κι έτρεξε να φιλήσει το μικρό αγόρι. Ήταν ο υποκόμης Ραούλ ντε Σανιύ. Εκείνον τον καιρό έμενε με τη θεία του στη Λανιόν. Όλο το καλοκαίρι βλεπόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα κι έπαιζαν μαζί. Μετά από παράκληση της θείας και την παρέμβαση του καθηγητή Βαλέριους, ο καλός Ντααέ έκανε μαθήματα βιολιού στο νεαρό υποκόμη. Έτσι, ο Ραούλ έμαθε ν' αγαπά τις μελωδίες που είχαν μαγέψει την παιδική ηλικία της Κριστίν.

Είχαν κι οι δυο την ίδια μικρούλα, ονειροπόλα κι ήσυχη ψυχή. Τους άρεσαν οι ιστορίες με τους παλιούς κομήτες της Βρετάνης και το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να τις ζητιανεύουν στα κατώφλια των μικρών σπιτιών: «Καλή μου κυρία, καλέ μου κύριε, σας παρακαλούμε, μήπως έχετε καμιά μικρή ιστορία να μας πείτε;» Σπάνια δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ποια είναι αυτή η βρετονή γιαγιά που δεν έχει δει, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της, τα ξωτικά της Βρετάνης να χορεύουν στις φυλλωσιές των ρυκιών, κάτω από το σεληνόφωτο;