Выбрать главу

Όμως, η μεγάλη τους γιορτή ήταν όταν μέσα στην ησυχία του σούρουπου, λίγο μετά το βασίλεμα του ήλιου μέσ' στη θάλασσα, ο μπάρμπα — Ντααέ ερχόταν να κάτσει μαζί τους, στην άκρη του δρόμου για να τους ιστορήσει χαμηλόφωνα (λες και φοβόταν μην τρομάξει τα φαντάσματα που καλούσε), τους όμορφους, τρυφερούς και τρομερούς θρύλους της βορεινής του πατρίδας… Οι ιστορίες του, άλλοτε ήταν όμορφες σαν τα παραμύθια του Άντερσεν, άλλοτε ήταν θλιμμένες σαν τα τραγούδια του μεγάλου ποιητή Ρούνενμπεργκ. Όταν σταματούσε, τα δυο παιδιά έλεγαν με μια φωνή: «Κι άλλο».

Τπήρχε μια ιστορία που άρχιζε έτσι:

«Ένας βασιλιάς ήταν καθισμένος σ' ένα μικρό κοφίνι που έπλεε στα ήσυχα και βαθιά νερά π' ανοίγονται σαν λαμπρό μάτι καταμεσίς στα βουνά της Νορβηγίας…»

Και μια άλλη:

«Η μικρούλα Λότε τα σκεφτόταν όλα και δε σκεφτόταν τίποτα. Καλοκαιρινό πουλί, πετούσε ανάμεσα στις χρυσαφένιες ηλιαχτίδες, φορώντας πάνω στις ξανθές της μπούκλες την ανοιξιάτικη κορόνα της. Η ψυχή της ήταν τόσο καθαρή και τόσο γαλανή όσο και το βλέμμα της. Χαϊδολογούσε τη μητέρα της, ήταν πιστή στην κούκλα της, φρόντιζε με περίσσια προσοχή το φόρεμά της, τα κόκκινα παπούτσια της και το βιολί της, αλλά πάνω απ' όλα της άρεσε ν' ακούει, καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, τον Άγγελο της μουσικής».

Όσην ώρα ο καλός εκείνος άνθρωπος μιλούσε για όλ' αυτά, ο Ραούλ κοιτούσε τα γαλανά μάτια και τα χρυσά μαλλιά της Κριστίν και η Κριστίν σκεφτότανε πως η μικρή Λότε πρέπει να ήταν πολύ ευτυχισμένη που ο ύπνος την έπαιρνε ενώ άκουγε τον Άγγελο της μουσικής. Δεν υπήρχε ιστορία του μπάρμπα — Ντααέ που να μην αναφέρει τον Άγγελο της μουσικής και τα παιδιά του ζητούσαν συνέχεια να τους μιλήσει γι' αυτόν τον Άγγελο. Έτσι, οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό. Ο πατέρας — Ντααέ υποστήριζε πως όλοι οι μεγάλοι μουσικοί, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δέχονται, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής. Αυτός ο Άγγελος, καμιά φορά, έρχεται να σκύψει πάνω απ' την κούνια τους, έτσι όπως πήγε και στη μικρή Λότε. Γι' αυτό υπάρχουν τα παιδιά θαύματα, εκείνα τα χαρισματικά παιδιά που μπορούν στα έξι τους χρόνια και παίζουν βιολί καλύτερα από έναν πενηντάρη. Πρέπει να παραδεχτείτε πως πρόκειται για κάτι υπερφυσικό. Μερικές φορές, ο Άγγελος έρχεται πολύ αργότερα, γιατί τα παιδιά δεν είναι φρόνιμα και δε θέλουν να μάθουν. Άλλοτε πάλι, ο Άγγελος δεν έρχεται ποτέ, γιατί δεν έχουμε ούτε αγνή καρδιά ούτε ήσυχη συνείδηση. Τον Άγγελο, δεν μπορούμε ποτέ να τον δούμε, όμως οι χαρισματικές ψυχές μπορούν να τον ακούσουν. Αυτό γίνεται όταν δεν το περιμένουν, όταν είναι θλιμμένες κι απογοητευμένες. Τότε, ξαφνικά, τ' αφτί τους ακούει ουράνιες αρμονίες και μια θεϊκή φωνή που θα μείνει στη μνήμη τους για πάντα. Αυτοί που δέχτηκαν την επίσκεψη του Αγγέλου, έχουν για πάντα φλογισμένες τις ψυχές τους. Πάλλονται ολόκληροι, μ' έναν παλμό που δεν έχει καμιά σχέση με τα εγκόσμια. Αποχτούν το χάρισμα να μην μπορούν ν' αγγίξουν κάποιο όργανο ή ν' ανοίξουν το στόμα τους για να τραγουδήσουν, δίχως να γεννούν ήχους. Αυτοί που δε γνωρίζουν την ύπαρξη του Αγγέλου, λένε πως πρόκειται για ιδιοφυίες.

Η μικρή Κριστίν ρωτούσε τον πατέρα της αν αυτός είχε ακούσει τον Άγγελο. Τότε, ο πατέρας — Ντααέ κουνούσε θλιμμένα το κεφάλι γνέφοντας αρνητικά. Μετά, το βλέμμα του γινόταν λαμπερό, κοιτούσε το παιδί του και του 'λεγε:

«Εσύ, παιδί μου, θα τον ακούσεις κάποια μέρα! Όταν εγώ θα βρίσκομαι στον ουρανό, θα στον στείλω, στο υπόσχομαι!»

Εκείνη την εποχή ο πατέρας — Ντααέ είχε αρχίσει κιόλας να βήχει…

Το φθινόπωρο ήρθε, χωρίζοντας την Κριστίν απ' τον Ραούλ. Ξανασυναντήθηκαν τρία χρόνια αργότερα. Ήταν πια έφηβοι.

Η συνάντηση έγινε ξανά στο Περός και έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του Ραούλ. Ο καθηγητής Βαλέριους είχε πεθάνει. Η μαμά — Βαλέριους είχε μείνει στη Γαλλία κοντά στον μπαμπά — Ντααέ και την κόρη του, που εξακολουθούσαν να παίζουν βιολί και να τραγουδούν, συμπαρασύροντας στο αρμονικό τους όνειρο την αγαπημένη τους προστάτιδα, που έμοιαζε να ζει πια μόνο για τη μουσική. Ο νεαρός άντρας είχε πάει εντελώς τυχαία στο Περός. Μόλις έφτασε πήγε κατευθείαν στο μικρό σπιτάκι όπου έμενε άλλοτε η μικρή του φίλη. Πρώτα είδε το γέρο — Ντααέ, που σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε, λέγοντας του πως τον θυμόντουσαν πάντα με τρυφερότητα. Πραγματικά, δεν είχε περάσει μέρα δίχως η Κριστίν να μιλήσει για τον Ραούλ. Ο γέροντας μιλούσε ακόμη όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα, γοητευτική και περιποιητική, η νεαρή κοπέλα, φέρνοντας το αχνιστό τσάι. Μόλις αναγνώρισε τον Ραούλ άφησε κάτω το δίσκο που κρατούσε. Μια ελαφριά φλόγα απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ήταν διστακτική· σιωπούσε. Ο πατέρας — Ντααέ τους κοιτούσε. Ο Ραούλ πλησίασε τη νεαρή κοπέλα και τη φίλησε. Εκείνη δέχτηκε το φιλί του μ' ευχαρίστηση. Τον ρώτησε μερικά πράγματα, έπειτα ανταποκρίθηκε επιδέξια στα καθήκοντα της οικοδέσποινας, ξαναπήρε το δίσκο κι έφυγε απ' το δωμάτιο. Μετά, κατέφυγε στη μοναξιά του κήπου. Για πρώτη φορά την πλημμύριζαν συναισθήματα που τάραζαν την εφηβική της καρδιά. Ο Ραούλ πήγε να τη συναντήσει στον κήπο κι έμειναν να κουβεντιάζουν μέχρι το βράδυ. Ήταν και οι δυο πολύ αμήχανοι. Είχαν αλλάξει πάρα πολύ από παλιά. Σχεδόν δεν αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον. Τώρα έμοιαζαν να έχουν κατακτήσει μια σημαντική σοβαρότητα. Ήταν προσεκτικοί σαν διπλωμάτες, και έλεγαν ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν είχαν καμιά σχέση με τα συναισθήματα που γεννιόντουσαν στις καρδιές τους. Όταν αποχαιρετίστηκαν, στην άκρη του δρόμου, ο Ραούλ είπε στην Κριστίν, φιλώντας απαλά το τρεμάμενο χέρι της: