«Δεσποινίς, δε θα σας ξεχάσω ποτέ!» κι έφυγε, μετανοιώνοντας για την τολμηρή του φράση, αφού ήξερε καλά πως η Κριστίν Ντααέ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει η γυναίκα του υποκόμη ντε Σανιύ.
Όσο για την Κριστίν, πήγε γρήγορα στον πατέρα της και του είπε: «Δε βρίσκεις πως ο Ραούλ δεν είναι πια ευγενικός όπως παλιά; Δεν τον αγαπώ πλέον!» Προσπάθησε να μην τον σκέφτεται. Ήταν πολύ δύσκολο να το καταφέρει. Ρίχτηκε με τα μούτρα στην τέχνη της, που γέμιζε κάθε λεπτό της ζωής της. Όσοι την άκουγαν, της έλεγαν πως μια μέρα θα γινόταν η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Όμως, μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας της πέθανε και μαζί μ' αυτόν ο Κριστίν έχασε τη φωνή της, την ψυχή της και την ιδιοφυία της. Παρ' όλ' αυτά, εξακολουθούσε να έχει αρκετές ικανότητες, ώστε να μπορέσει να μπει στο Ωδείο. Μόνο αυτό όμως. Ήταν μια συνηθισμένη μαθήτρια και τίποτε παραπάνω. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. Κατάφερε να αποσπάσει κι ένα βραβείο, μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τη γριά μαμά — Βαλέριους, με την οποία εξακολουθούσε να ζει μαζί. Την πρώτη φορά που ο Ραούλ ξαναείδε την Κριστίν, στην Όπερα, είχε καταγοητευτεί από την ομορφιά της νέας κοπέλας και από τη θύμηση των περασμένων ημερών αλλά κι είχε ξαφνιαστεί από το τραγούδι της που δεν ήταν τίποτα το αξιόλογο. Έμοιαζε ξεκομμένη απ' όλα. Ξαναπήγε να την ακούσει. Την ακολούθησε στα παρασκήνια. Προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή. Πάνω από μια φορά τη συνόδευσε μέχρι το κατώφλι του καμαρινιού της, αλλά αυτή ούτε που τον έβλεπε. Άλλωστε, έμοιαζε να μην βλέπει κανέναν. Ήταν εντελώς αδιάφορη για όλα. Ο Ραούλ υπέφερε· ήταν τόσο όμορφη. Εκείνος, ντροπαλός, δεν τολμούσε να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό πως την αγαπούσε. Και μετά, συνέβη το εκπληκτικό γεγονός: Η βραδιά του γκαλά: οι ουρανοί ορθάνοιχτοι, μια αγγελική φωνή ήρθε στη γη ν' αγαλλιάσει τους ανθρώπους και ν' αναλώσει την ψυχή της.
Και μετά… και μετά, αυτή η αντρική φωνή πίσω απ' την πόρτα: «Πρέπει να μ' αγαπήσετε!» και μέσα στο καμαρίνι κανείς…
Γιατί άραγε είχε γελάσει όταν, καθώς άνοιγε τα μάτια της, της είχε πει: «Είμαι το μικρό παιδί που είχε πάει να σας φέρει την εσάρπα σας από τη θάλασσα»; Γιατί δεν τον αναγνώρισε; Και γιατί του έγραψε;
Ω! Αυτή η παραλία είναι ατέλειωτη… ατέλειωτη…
Να οι τρεις δρόμοι… Να η έρημη αλάνα… οι παγωμένες φυλλωσιές, το ακίνητο τοπίο κάτω απ' τον άσπρο ουρανό. Τα τζάμια κουδουνίζουν, ο ήχος τους σου σκίζει τ' αφτιά… Τι θόρυβο που κάνει αυτό το αμάξι, που προχωρά τόσο απελπιστικά αργά! Αναγνωρίζει τα σπιτάκια… τα περιβόλια, τις κατηφοριές, τα δέντρα του δρόμου… Να η τελευταία στροφή του δρόμου, και μετά θα κατηφορίσουμε και θ' απλωθεί μπρος μας η θάλασσα… ο μεγάλος κόλπος του Περός…
Εκείνη, είχε κατέβει στο πανδοχείο το Ηλιοβασίλεμα. Πολύ ωραία! Είναι το μοναδικό στην περιοχή. Άλλωστε, είναι πολύ συμπαθητικό. Θυμάται που παλιά λέγανε εκεί ένα σωρό όμορφες ιστορίες! Πώς χτυπά η καρδιά του! Τι θα του πει άραγε όταν τον δει;
Ο πρώτος άνθρωπος που βλέπει μπαίνοντας στην παλιά, γεμάτη καπνούς αίθουσα είναι η μαμά — Τρικάρ. Τον αναγνωρίζει. Τον χαιρετά. Τον ρωτά τι τον φέρνει εδώ, κι αυτός κοκκινίζει. Λέει πως είχε δουλειές στη Λανιόν και σκέφτηκε να 'ρθει μέχρις εδώ να τη δει. Θέλει να του δώσει να φάει, αλλά αυτός της λέει: «Σε λίγο». Μοιάζει να περιμένει κάποιον ή κάτι. Η πόρτα ανοίγει. Είναι όρθιος. Δεν έκανε λάθος. Είναι αυτή! Θέλει να της μιλήσει, σωριάζεται σε μια καρέκλα. Αυτή στέκεται εκεί μπροστά του, χαμογελώντας. Τον περίμενε. Το πρόσωπό της είναι φρέσκο και ροδαλό σαν φράουλα στη σκιά. Φαίνεται πως το όμορφο κορίτσι μόλις είχε γυρίσει από μια μικρή βόλτα. Το στήθος της, πάνω από την αγνή της καρδιά, ανεβοκατεβαίνει ελαφριά. Τα μάτια της, καθάριοι καθρέφτες ανοιχτού γαλανού, του γαλανού των λιμνών, που ακίνητες ονειρεύονται, εκεί ψηλά, στα βορεινά του κόσμου. Τα μάτια της του στέλνουν ήσυχα το είδωλο της αγνής καρδιά της. Το γούνινο παλτό της είναι μισάνοιχτο πάνω στο γεμάτο χάρη νεανικό της κορμί. Ο Ραούλ και η Κριστίν κοιτιούνται για ώρα πολλή. Η μαμά — Τρικάρ χαμογελά κι ευγενικά απομακρύνεται. Τελικά, η Κριστίν λέει: