«Ήρθατε, κι αυτό δε με ξαφνιάζει. Είχα ένα προαίσθημα γυρνώντας απ' την εκκλησία, πως θα σας έβρισκα εδώ, σ' αυτό το πανδοχείο. Κάποιος εκεί κάτω μου το 'πε. Ναι, μου είχαν αναγγείλει τον ερχομό σας».
«Μα ποιος;» ρωτά ο Ραούλ, παίρνοντας στα χέρια του το μικρό χέρι της Κριστίν. Αυτή τον αφήνει.
«Μα ο καημένος, ο νεκρός πατέρας μου». Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους δυο νέους.
Μετά, ο Ραούλ λέει:
«Κριστίν, μήπως ο πατέρας σας σας είπε πως σας αγαπώ και πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσάς;»
Η Κριστίν κοκκίνησε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της και γύρισε αλλού το πρόσωπό της, είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Εμένα; Είσαστε τρελός, φίλε μου».
Και ξεσπά σε γέλια για να δείξει πως είναι άνετη.
«Κριστίν, μη γελάτε. Είναι πολύ σοβαρό».
Εκείνη του λέει σοβαρά:
«Δε σας έκανα να έρθετε μέχρι εδώ, για να μου πείτε τέτοια πράγματα».
«“Με κάνατε να έρθω”, καλά το λέτε Κριστίν. Ξέρατε πως το γράμμα σας δε θα μ' άφηνε αδιάφορο και πως θα 'τρεχα να σας βρω στο Περός. Πώς είναι δυνατόν να είσαστε σίγουρη πως θα 'ρθω και να μην σας πέρασε απ' το νου ότι σας αγαπώ;»
«Σκέφτηκα πως θα θυμόσασταν τα παιδικά μας παιχνίδια, όπου τόσες φορές έπαιρνε μέρος κι ο πατέρας μου. Αν θέλετε, κατά βάθος, ούτε και γω ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκα… Ίσως έκανα λάθος που σας έγραψα… Η τόσο ξαφνική επίσκεψη σας εκείνη τη βραδιά στο καμαρίνι μου, με πήγε πολύ μακριά, μακριά στο παρελθόν κι έτσι σας έγραψα. Σας έγραψε το μικρό κορίτσι που ήμουνα τότε, το μικρό κορίτσι που θα ήταν ευτυχισμένο να σας ξαναδεί… Αυτό το μικρό κορίτσι σας έγραψε, σε μια στιγμή μελαγχολίας και μοναξιάς, σε μια στιγμή που θα 'θελε να 'χει κοντά της το σύντροφο των παιδικών της χρόνων…»
Για λίγο μένουν ξανά σιωπηλοί. Στη συμπεριφορά της Κριστίν υπάρχει κάτι που φαίνεται αφύσικο στον Ραούλ, αλλά που δεν μπορεί να προσδιορίσει για τι ακριβώς πρόκειται. Ωστόσο, δεν τη νιώθει εχθρική… αλλά τη νιώθει κάπως απόμακρη… η απελπισμένη τρυφερότητα των ματιών της του λέει πολλά… Γιατί όμως υπάρχει απελπισία σ' αυτήν την τρυφερότητα;… Αυτό ίσως πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει… αυτό θέλει να καταλάβει…
«Η φορά που με είδατε στο καμαρίνι σας, ήταν η πρώτη φορά που αντιληφθήκατε την παρουσία μου;»
Η νέα κοπέλα δεν ξέρει να λέει ψέματα.
«Όχι! Σας είχα δει πολλές φορές στο θεωρείο του αδελφού σας. Σας είχα δει και στο πλατό».
«Το φανταζόμουνα!» λέει ο Ραούλ σφίγγοντας τα χείλια. «Μα τότε, γιατί, όταν με είδατε στο καμαρίνι σας, όταν έπεσα στα γόνατά σας και σας θύμησα πως ήμουν το αγόρι που είχε μαζέψει την εσάρπα σας απ' τη θάλασσα, γιατί φερθήκατε σαν να μη θυμάστε τίποτα και γελάσατε;»
Ο τόνος αυτών των ερωτήσεων είναι τόσο απότομος που η Κριστίν κοιτά έκπληκτη τον Ραούλ και δεν του απαντά. Ο νέος άντρας είναι κι αυτός ξαφνιασμένος απ' αυτόν τον αναπάντεχο διαπληκτισμό που προκαλείται τη στιγμή ακριβώς που το μόνο που θέλει είναι να πει στην Κριστίν λόγια τρυφερότητας, αγάπης και αφοσίωσης. Ένας σύζυγος ίσως ή ένας εραστής να είχε το δικαίωμα να μιλήσει έτσι στη γυναίκα του ή στην ερωμένη του, που θα τον είχε προσβάλλει. Αυτός όμως; Θυμώνει με τον εαυτό του, τα χάνει και δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο από το να συνεχίσει να συμπεριφέρεται απαίσια:
«Δεν μου απαντάτε!» λέει οργισμένος και δυστυχισμένος. «Ε, καλά λοιπόν, θ' απαντήσω εγώ για σας! Κάνατε πως δε με θυμηθήκατε γιατί υπήρχε κάποιος άλλος στο καμαρίνι σας, Κριστίν! Κάποιος που μπροστά του δεν μπορούσατε ν' αφήσετε να φανεί πως ενδιαφέρεστε για έναν άλλον εκτός απ' αυτόν!…»
«Αν κάποιος μ' εμπόδιζε φίλε μου!» τον διέκοψε η Κριστίν με παγερό ύφος, «αν κάποιος μ' εμπόδιζε και μ' ενοχλούσε εκείνο το βράδυ, αυτός δεν ήταν άλλος από σας, γι' αυτό και σας έδιωξα!…»
«Ναι!… για να μείνετε με τον άλλον!…»
«Μα, τι είναι αυτά που λέτε κύριε!» λέει η νεαρή γυναίκα με κομμένη την ανάσα… «Για ποιον άλλον μιλάτε;»
«Μιλάω γι' αυτόν που του είπατε: “Τραγουδώ μόνο για σας! Απόψε σας έδωσα την ψυχή μ.ου και είμαι νεκρή!”»
Η Κριστίν άρπαξε το χέρι του Ραούλ. Το 'σφιξε με μια δύναμη που δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως έχει μια τόσο εύθραυστη ύπαρξη σαν κι αυτήν.
«Ώστε ακούγατε πίσω απ' την πόρτα;»
«Ναι! Γιατί σας αγαπώ… Τ' άκουσα όλα…»
«Τι ακούσατε;» ρώτησε η Κριστίν, με μια ξαφνική ανεξήγητη ηρεμία, αφήνοντας το χέρι του Ραούλ.