Выбрать главу

1

ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ;

Εκεινο το βράδυ, το βράδυ που οι πρώην διευθυντές της Όπερας κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, με την ευκαιρία της αποχώρησής τους, έδιναν το τελευταίο τους γκαλά, εκείνο το βράδυ λοιπόν, στο καμαρίνι της Σορέλι, ενός από τα πρώτα ονόματα του χορού, είχαν εισβάλλει μισή ντουζίνα μπαλαρίνες που μόλις είχαν κατέβει από τη σκηνή, αφού «χόρεψαν» τον Πολύευκτο. Άλλες γελούσαν νευρικά κι άλλες φώναζαν τρομαγμένες.

Η Σορέλι, που ήθελε να μείνει μόνη της για να ρίξει μια ματιά στον αποχαιρετιστήριο λόγο που θα απηύθυνε προς τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ, είδε με πολύ κακό μάτι όλο αυτό το ενοχλητικό πλήθος να στριμώχνεται γύρω της. Στράφηκε προς τις συναδέλφους της και με μια επιδεικτική συγκίνηση τις ρώτησε τι συμβαίνει. Ήταν η μικρή Τζέημς — γαλλική μυτούλα, μάτια μη-με-λησμόνει, ρόδινα μάγουλα και λαιμός σαν κρίνο — που με φωνή τρεμάμενη, πνιγμένη στην αγωνία, είπε με τρεις λέξεις τι συνέβαινε:

«Το φάντασμα!»

Και κλείδωσε την πόρτα. Το καμαρίνι της Σορέλι ήταν βαρύγδουπο και μπανάλ. Ένας κινητός καθρέφτης, ένα ντιβάνι, μια τουαλέτα και μερικά ντουλάπια αποτελούσαν τη βασική του επίπλωση. Στους τοίχους, μερικές γκραβούρες, ενθύμια απ' τη μητέρα της που κάποτε είχε γνωρίσει μεγαλεία στην παλιά Όπερα της οδού Λε Πελετιέ. Πορτρέτα των Βεστρίς, Γκαρντέλ, Ντιπόν και Μπιγκοτίνι. Αυτό το καμαρίνι, έμοιαζε με παλάτι στα μάτια των κοριτσιών του μπαλέτου, που έμεναν πολλές μαζί σ' ένα δωμάτιο και περνούσαν εκεί μέσα την ώρα τους τραγουδώντας, μαλώνοντας με τους κομμωτές, τις αμπιγιέζ και μεταξύ τους και πίνοντας κασίς, μπίρα ή ρούμι, μέχρι να έρθει η ώρα τους ν' ανέβουν στη σκηνή.

Η Σορέλι ήταν πολύ προληπτική. Όταν άκουσε τη μικρή Τζέημς να μιλάει για το φάντασμα ανατρίχιασε και είπε:

«Μικρή ηλίθια!»

Καθώς ήταν η πρώτη που πίστευε στα φαντάσματα εν γένει και στο φάντασμα της Όπερας ειδικότερα, θέλησε αμέσως να μάθει όλες τις λεπτομέρειες.

«Το είδατε;» ρώτησε.

«Όπως σας βλέπω και με βλέπετε!» απάντησε αναστενάζοντας η μικρή Τζέημς, που ανίκανη να κρατηθεί άλλο στα πόδια της σωριάστηκε σε μια καρέκλα.

Αμέσως τότε, η μικρή Ζιρί — μάτια σαν δαμάσκηνα, εβένινα μαλλιά, χρώμα μελαμψό, με το λεπτό της δέρμα τεντωμένο πάνω στα καημένα τα μικρούλικα κόκαλα της — πρόσθεσε:

«Αν είναι αυτός, είναι πανάσχημος!»

«Α ναι!;» είπαν οι χορεύτριες κι άρχισαν να μιλάνε όλες μαζί.

Το φάντασμα τους παρουσιάστηκε με τη μορφή ενός μαυροντυμένου κυρίου που βρέθηκε ξαφνικά μπρος τους, στο διάδρομο, δίχως να μπορέσουν να καταλάβουν από πού ξεφύτρωσε. Η εμφάνισή του ήταν τόσο ξαφνική που θα μπορούσαν να πιστέψουν πως βγήκε μέσα απ' τους τοίχους.

«Ουφ!» είπε κάποια που είχε κρατήσει λίγο την ψυχραιμία της, «βλέπετε παντού φαντάσματα».

Είναι αλήθεια πως εδώ και κάμποσο καιρό, όλοι στην Όπερα μιλούσαν για το φάντασμα, που ντυμένο στα μαύρα περιπλανιόταν σαν σκιά πάνω κάτω σ' όλο το κτίριο, δίχως να μιλάει σε κανέναν και δίχως κανείς να τολμάει να μιλήσει σ' αυτό. Εξάλλου, μόλις έβλεπε κάποιον, εξαφανιζόταν αμέσως, χωρίς ποτέ κανείς να μπορέσει να καταλάβει πού και πώς. Όταν περπατούσε δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο, όπως ακριβώς ταιριάζει σ' ένα φάντασμα. Στην αρχή, όλοι γέλαγαν και κορόιδευαν αυτό το φάντασμα που ντυνόταν σαν κάποιος επίσημος ή σαν νεκροθάφτης. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ο θρύλος του φαντάσματος πήρε, στο μπαλέτο, κολοσσιαίες διαστάσεις. Όλες υποστήριζαν πως είχαν λίγο πολύ συναντήσει αυτό το υπερφυσικό ον και πως υπήρξαν θύματα της βασκανίας του. Ακόμη κι αυτές που γελούσαν δυνατότερα δεν ήταν λιγότερο φοβισμένες. Όταν δε γινόταν ορατός, γνωστοποιούσε την παρουσία του ή το πέρασμά του, με αλλόκοτα συμβάντα, για τα οποία η δεισιδαιμονία όλων καθιστούσε υπεύθυνο το φάντασμα. Συνέβαινε κάποιο ατύχημα; Κάποια μπαλαρίνα έκανε κάποια κακία σε μια συνάδελφο; Κάτι χάνονταν; Για όλα έφταιγε το φάντασμα, το φάντασμα της Όπερας!

Αλλά, τελικά, ποιος το είχε δει; Στην Όπερα μπορεί κανείς να συναντήσει ένα σωρό μαύροι κουστούμια, που καμιά σχέση δεν έχουν με το φάντασμα. Το δικό του όμως είχε κάτι που δεν το' 'χουν όλα τα μαύρα ρούχα. Έντυνε ένα σκελετό!