Выбрать главу

«Νομίζετε πως θα έρθουν απόψε τα ξωτικά;»

Ήταν η Κριστίν. Πήγε κάτι να πει. Εκείνη του 'κλείσε το στόμα με το γαντοφορεμένο χέρι της.

«Ακούστε με Ραούλ, αποφάσισα να σας πω κάτι πολύ σοβαρό, πάρα πολύ σοβαρό!»

Η φωνή της έτρεμε. Αυτός περίμενε.

Συνέχισε:

«Θυμάστε, Ραούλ, το θρύλο με τον Άγγελο της μουσικής;»

«Και βέβαια τον θυμάμαι!» είπε «και μάλιστα νομίζω πως είμασταν εδώ όταν ο πατέρας σας μας τον διηγήθηκε για πρώτη φορά».

«Ναι. Εδώ ήμασταν και όταν μου είπε: “Παιδί μου, όταν εγώ θάμαι στον ουρανό, θα στον στείλω”. Λοιπόν, Ραούλ, ο πατέρας μου βρίσκεται στον ουρανό και γω δέχτηκα την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής».

«Δεν το αμφισβητώ», βιάστηκε να πει σοβαρά ο νεαρός άντρας γιατί πίστευε πως η θρησκευτικότητα της Κριστίν την έκανε να συγχέει το πνεύμχ του πατέρα της με τον πρόσφατο θρίαμβό της.

Η Κριστίν ξαφνιάστηκε με την ψυχραιμία που ο υποκόμης ντε Σανιύ πληροφορήθηκε την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής.

«Μα, τι εννοείτε Ραούλ;» είπε πλησιάζοντας το χλομό της πρόσωπο τόσο κοντά στο πρόσωπο του νεαρού άντρα που αυτός για μια στιγμή, νόμισε πως θα τον φιλούσε · εκείνη όμως, το μόνο που ήθελε ήταν να διαβάσει μέσα στα σκοτάδια τα μάτια του.

«Εννοώ», απάντησε, «πως μια ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να τραγουδήσει έτσι όπως τραγουδήσατε εσείς εκείνο το βράδυ, παρά μόνο αν συμβεί κάποιο θαύμα, παρά μόνο αν κάπου υπάρχει η παρουσία τ' Ουρανού. Δεν υπάρχει δάσκαλος σ' όλη τη γη που να μπορεί να διδάξει παρόμοιους ήχους. Ακούσατε τον Άγγελο της μουσικής Κριστίν».

«Ναι» είπε ήρεμα και σοβαρά «μέσα στο καμαρίνι μου. Εκεί έρχεται και μου κάνει μάθημα καθημερινά».

Το ύφος που είχε όταν τα 'λεγε όλ' αυτά ήταν τόσο διεισδυτικό, εντυπωσιακό και αλλόκοτο, που ο Ραούλ την κοίταξε ανήσυχος, όπως κοιτάζει κανείς κάποιον που λέει κάτι το υπερβολικό ή κάποιον που πιστεύει πως το τρελό όραμα που γέννησε το φτωχό, άρρωστο μυαλό του υπήρξε στην πραγματικότητα. Η Κριστίν είχε τραβηχτεί προς τα πίσω κι έτσι ακίνητη δεν ήταν πια τίποτε άλλο από μια μικρή σκιά μέσα στη νύχτα.

«Στο καμαρίνι σας;» επανέλαβε σαν ηλίθια ηχώ.

«Ναι, εκεί τον άκουσα, και δεν ήμουνα η μόνη…»

«Ποιος άλλος τον άκουσε λοιπόν;»

«Μα, εσείς, φίλε μου».

«Εγώ; Εγώ άκουσα τον Άγγελο της μουσικής;»

«Ναι, εκείνο το βράδυ. Αυτός ήταν που ακούσατε να μιλάει πίσω απ' την πόρτα. Αυτός ήταν που μου είπε: “Πρέπει να μ' αγαπήσετε”. Νόμιζα πως ήμουν η μόνη που μπορούσαν' “ακούσω” τη φωνή του. Έτσι, τώρα μπορείτε να καταλάβετε την έκπληξή μου όταν, σήμερα έμαθα πως κι εσείς μπορείτε να την ακούσετε…»

Ο Ραούλ ξέσπασε σε γέλια, και ξάφνου, η νύχτα διαλύθηκε πάνω απ' το έρημο ξέφωτο και οι πρώτες αχτίδες του φεγγαριού ήρθαν να σκεπάσουν τους δυο νέους. Η Κριστίν γύρισε εχθρικά προς τον Ραούλ. Τα μάτια της, που συνήθως ήταν τόσο γλυκά, άστραφταν τώρα αγριεμένα.

«Γιατί γελάτε; Μήπως νομίζετε πως ακούσατε τη φωνή ενός ανθρώπινου πλάσματος;»

«Διάβολε!» απάντησε ο νέος που οι σκέψεις του άρχισαν να μπερδεύονται μπρος στη μαχητική στάση της Κριστίν.

«Εσείς, Ραούλ! Εσείς μου τα λέτε αυτά; Ο παλιός, παιδικός μου σύντροφος! Ο φίλος του πατέρα μου! Δε σας αναγνωρίζω. Μα τι νομίζετε λοιπόν! Εγώ είμαι μια τίμια κοπέλα, κύριε υποκόμη ντε Σανιύ και δεν υπάρχει περίπτωση να κλειστώ στο καμαρίνι μου μαζί μ' έναν άντρα! Αν ανοίγατε την πόρτα θα βλέπατε πως δεν υπήρχε κανείς!»

«Αυτό είναι αλήθεια! Όταν φύγατε άνοιξα αυτήν την πόρτα και δεν βρήκα κανέναν μέσα στο καμαρίνι!…»

«Βλέπετε λοιπόν… Τότε τι έχετε να πείτε;»

Ο κόμης επιστράτευσε όλο του το κουράγιο.

«Λοιπόν, Κριστίν, νομίζω πως σας κοροϊδεύουν!»

Αυτή τότε άφησε ένα ουρλιαχτό κι άρχισε να τρέχει. Έτρεξε πίσω της αλλά εκείνη του φώναξε αγριεμένα:

«Αφήστε με! Αφήστε με!» κι εξαφανίστηκε.

Ο Ραούλ επέστρεψε στο πανδοχείο κατάκοπος, αποθαρρημένος και πολύ στενοχωρημένος.

Έμαθε πως η Κριστίν μόλις πριν λίγο είχε ανεβεί στο δωμάτιο της και πως δε θα κατέβαινε για φαΐ. Ο νέος ρώτησε μήπως ήταν άρρωστη. Η καλή κυρά του πανδοχείου του απάντησε μ' ένα διφορούμενο ύφος πως αν ήταν άρρωστη θα πρέπει να ήταν κάτι όχι σοβαρό και καθώς πίστευε πως επρόκειτο για καβγαδάκι δύο ερωτευμένων, απομακρύνθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους και γκρινιάζοντας στα μουλωχτά, οικτίροντας τους δυο νέους που σπαταλούσαν σε μάταιους καβγάδες τον καιρό που ο καλός Θεός τους έδωσε να περάσουν πάνω στη γη. Ο Ραούλ έφαγε μόνος του, σε μια γωνιά και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, χωρίς όρεξη και πολύ κακόκεφα. Αργότερα, στο δωμάτιό του, προσπάθησε να διαβάσει· μετά, στο κρεβάτι του, προσπάθησε να κοιμηθεί; Από δίπλα δεν ακουγόταν τίποτα. Τι να έκανε η Κριστίν; Κοιμόταν; Κι αν δεν κοιμόταν τι να σκεφτόταν άραγε; Kt αυτός; Τι σκεφτόταν; Ήταν ικανός να το παραδεχτεί, να το πει; Η περίεργη συζήτηση που είχε με την Κριστίν τον είχε κυριολεκτικά αναστατώσει!… Σκεφτόταν λιγότερο την Κριστίν και περισσότερο σχετικά με την Κριστίν. Κι αυτό το «σχετικά» ήταν τόσο διάχυτο, τόσο αφηρημένο, τόσο νεφελώδες, που του προκαλούσε μια αλλόκοτη αγωνία στην καρδιά.