Οι ώρες κυλούσαν πολύ αργά. Θα ήταν περίπου εντεκάμισι η ώρα, όταν άκουσε ξεκάθαρα κάποιον να περπατά στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν ένα περπάτημα ελαφρύ, φευγαλέο. Η Κριστίν λοιπόν δεν κοιμότανε; Δίχως να συνειδητοποιεί τι πράττει, ο νέος ντύθηκε βιαστικά, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Έτοιμος για όλα, περίμενε. Έτοιμος για τι πράγμα; Μήπως ήξερε;
Η καρδιά του χοροπήδησε όταν άκουσε την πόρτα της Κριστίν ν' ανοίγει. Πού να πήγαινε άραγε αυτήν την ώρα που όλοι στο Περός κοιμόντουσαν; Μισάνοιξε μαλακά την πόρτα του και μπόρεσε να δει, μέσα σε μια φεγγαραχτίδα, τη λευκή φιγούρα της Κριστίν να γλιστράει προσεχτικά στο διάδρομο. Έφτασε στη σκάλα. Κατέβηκε κι αυτός πίσω της, έσκυψε απ' τη ράμπα. Ξάφνου άκουσε δυο φωνές που συζητούσαν βεβιασμένα. Άκουσε μια φράση: «Μη χάσετε το κλειδί». Ήταν η φωνή της ξενοδόχας. Κάτω, άνοιξε η πόρτα που έβγαζε στην ακρογιαλιά. Ξανάκλεισε. Κι όλα ξανάγιναν ήσυχα όπως πριν. Ο Ραούλ γύρισε γρήγορα στο δωμάτιό του κι έτρεξε το παράθυρο. Η λευκή φιγούρα της Κριστίν προχωρούσε προς την έρημη αποβάθρα.
Ο πρώτος όροφος του πανδοχείου δεν ήταν πολύ ψηλά κι ένα δέντρο μπρος απ' το παράθυρο άπλωνε προκλητικά τα κλαδιά του προς τ' ανυπόμονα μπράτσα του Ραούλ, επιτρέποντάς του να βγει έξω χωρίς να τον πάρει είδηση η ξενοδόχα. Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη αυτής της καλής γυναίκας όταν το επόμενο πρωί που της έφεραν το νέο άντρα σχεδόν παγωμένο, μισοπεθαμένο, έμαθε πως τον είχαν βρει σωριασμένο στα σκαλιά της μικρής εκκλησούλας του Περός. Έτρεξε να πει τα νέα στην Κριστίν, που κατέβηκε βιαστικά και με τη βοήθεια της ξενοδόχας πρόσφερε τις φροντίδες της στον Ραούλ ο οποίος δεν άργησε ν' ανοίξει τα μάτια του και συνήλθε εντελώς όταν είδε σκυμμένο πάνω του τ' όμορφο κεφάλι της φίλης του.
Μα τι συνέβη λοιπόν; Ο κύριος Μιφρουά, ο αστυνόμος της περιοχής, είχε την ευκαιρία, μερικές βδομάδες αργότερα, όταν το δράμα της Όπερας προκάλεσε την παρέμβαση του υπουργείου δημόσιας τάξης, είχε λοιπόν την ευκαιρία ν' ανακρίνει τον υποκόμη ντε Σανιύ για τα γεγονότα της νύχτας του Περός… Να λοιπόν, με ποιον τρόπο αυτά καταγράφηκαν στο φάκελο της ανάκρισης (κωδ. αρ. 150).
Ερώτηση: Η δεσποινίς Ντααέ δε σας είδε που κατεβήκατε από το δωμάτιό σας μ' αυτόν τον παράξενο τρόπο;
Απάντηση: Όχι, κύριε. Όχι, όχι, όχι. Ωστόσο, εγώ την ακολούθησα δίχως να προσέχω μην κάνω θόρυβο. Τότε, αυτό που ήθελα ήταν να γυρίσει να με κοιτάξει, να δει πως την ακολουθώ. Έλεγα στον εαυτό μου πως αυτό που έκανα, να την ακολουθώ έτσι, να την κατασκοπεύω ήταν λάθος και αναξιοπρεπές, όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Εκείνη πάντως δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει πως την παρακολουθούσα και συμπεριφερότανε σαν να ήταν μόνη της. Έφυγε ήσυχα από την αποβάθρα και μετά, ξαφνικά, πήρε τον ανηφορικό δρόμο. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα παρά τέταρτο και μου φάνηκε πως οι χτύποι του ρολογιού την έκαναν ν' ανοίξει το βήμα της, έτρεχε σχεδόν. Έτσι, τρέχοντας έφτασε στην πόρτα του νεκροταφείου.
Ερώτηση: Η πόρτα του νεκροταφείου ήταν ανοιχτή;
Απάντηση: Μάλιστα κύριε, κι αυτό εμένα με ξάφνιασε, όχι όμως και τη δεσποινίδα Ντααέ.
Ερώτηση: Δεν υπήρχε κανείς στο νεκροταφείο;
Απάντηση: Δεν είδα κανέναν. Σίγουρα, αν υπήρχε κάποιος θα τον είχα δει. Το φως του φεγγαριού ήταν λαμπρό και το χιόνι που σκέπαζε τη γη αντανακλούσε τις αχτίδες του, κάνοντας τη νύχτα ακόμη πιο φωτεινή.
Ερώτηση: Δε θα μπορούσε κάποιος να 'χε κρυφτεί πίσω απ' τις ταφόπλακες;
Απάντηση: Όχι, κύριε. Είναι μικρές, χαμηλές, φτωχικές ταφόπλακες, που είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' το χιόνι. Οι μοναδικές σκιές ήταν οι σκιές των σταυρών και οι δικές μας. Η εκκλησία ήταν λαμπρά φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τόσο λαμπερή νύχτα. Ήταν πολύ όμορφα, διάφανα, κι έκανε πολύ κρύο. Ποτέ μου δεν πήγαινα νύχτα στα νεκροταφεία και αγνοούσα πως θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί ένα τέτοιο φως… ένα τέτοιο αλαφροΐσκιωτο φως…