Выбрать главу

Ερώτηση: Είσαστε προληπτικός;

Απάντηση: Όχι, κύριε, πιστεύω στο Θεό.

Ερώτηση: Σε τι ψυχική κατάσταση βρισκόσασταν;

Απάντηση: Πολύ καλή, πολύ ήρεμη, μα την πίστη μου. Βέβαια, η ασυνήθιστη έξοδος της δεσποινίδος Ντααέ με είχε αναστατώσει βαθιά. Όμως, μόλις είδα την κοπέλα να μπαίνει στο νεκροταφείο, σκέφτηκα πως είχε έρθει να προσευχηθεί στον πατρικό τάφο κι αυτό ήταν κάτι που το 'βρισκα τόσο φυσικό που ηρέμησα εντελώς. Μόνο που εξακολουθούσε να μου φαίνεται περίεργο το ότι δεν με είχε καταλάβει, γιατί, καθώς περπατούσα, το παγωμένο χιόνι έσπαζεκι έκανε θόρυβο. Σίγουρα θα ήταν απορροφημένη στις προσευχές της. Άλλωστε, αποφάσισα να μην την ενοχλήσω και όταν έφτασε στον τάφο του πατέρα της έμεινα αρκετά μακριά της. Αυτή, γονάτισε πάνω στο χιόνι, έκανε το σταυρό της και άρχισε να προσεύχεται. Εκείνη την ώρα χτύπησαν μεσάνυχτα. Ο δωδέκατος χτύπος αντηχούσε ακόμη στ' αφτιά μου όταν ξαφνικά είδα τη νέα να ανασηκώνει το κεφάλι της. Το βλέμμα της βυθίστηκε στον ουράνιο θόλο, τα χέρια της απλώθηκαν στ' άστρα της νύχτας. Έμοιαζε να βρίσκεται σε έκσταση κι αναρωτήθηκα τι νάταν αυτό που την έφερε σ' αυτήν την κατάσταση. Όσο για μένα, ανασήκωσα το κεφάλι μου, κοίταξα τριγύρω κι ένιωσα όλο μου το είναι να τείνει προς το Αόρατο, το αόρατο που μας έπαιζε μουσική! Και τι μουσική! Τη γνωρίζαμε… Η Κριστίν κι εγώ είχαμε ξανακούσει αυτή τη μουσική, όταν είμασταν παιδιά. Όμως ποτέ δεν είχε ακουστεί τόσο θεϊκά από το βιολί του μπαμπά — Ντααέ όπως εκείνη τη νύχτα. Τότε, μου ήρθαν στον νου όλα όσα μου έλεγε η Κριστίν για τον Άγγελο της μουσικής. Όλη μου η σκέψη ήταν σ' αυτούς τους αξέχαστους ήχους, που έστω κι αν δεν ερχόντουσαν από τον ουρανό σ' έκαναν να ξεχνάς την επίγεια προέλευσή τους. Εκεί, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε όργανο ούτε χέρι για να κρατά το δοξάρι. Ω! Θυμήθηκα την εξαίσια μελωδία! Ήταν η Ανάσταση του Λαζάρου που ο πατέρας -Ντααέ μας έπαιζε όταν η ψυχή του γέμιζε μελαγχολία και πίστη. Αν ο Άγγελος της Κριστίν υπήρχε στ' αλήθεια, δε θα μπορούσε να παίξει καλύτερα με το βιολί του νεκρού βιολιστή. Η επίκληση του Ιησού μας απογείωνε και, μα την πίστη μου, ήμουν σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση, που περίμενα από στιγμή σε στιγμή να σηκωθεί η ταφόπλακα του πατέρα της Κριστίν. Σκέφτηκα πως ο Ντααέ είχε ταφεί μαζί με το βιολί του και η αλήθεια είναι πως εκείνες τις πένθιμες και ταυτόχρονα λαμπρές στιγμές, στο βάθος αυτού του μικρού φτωχικού επαρχιακού νεκροταφείου, πλάι σ' αυτές τις νεκροκεφαλές που μας γελούσαν με τις ακίνητες μασέλες τους, δεν ήξερα καθόλου αν ό,τι συνέβαινε ήταν αληθινό ή δημιούργημα της φαντασίας μου.

Αλλά η μουσική σταμάτησε και ξαναβρήκα τα λογικά μου. Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιο θόρυβο από τη μεριά των νεκροκεφαλών του οστεοφυλάκιου.

Ερώτηση: Α! Α! ακούσατε λοιπόν κάποιο θόρυβο από το οστεοφυλάκιο;

Απάντηση: Ναι, μου φάνηκε πως οι νεκροκεφαλές χασκογελούσαν κι ανατρίχιασα.

Ερώτηση: Μα, δε σκεφτήκατε αμέσως, απ' την αρχή, πως κάποιος μπορεί να κρυβόταν πίσω απ' το οστεοφυλάκιο· ο ουράνιος μουσικός ας πούμε, που σας είχε γοητεύσει;

Απάντηση: Μάλιστα, κύριε αστυνόμε, και βέβαια το σκέφτηκα, τόσο πολύ μάλιστα, που δε σκεφτόμουν πια σχεδόν τίποτε άλλο. Έτσι, ξέχασα ν' ακολουθήσω τη δεσποινίδα Ντααέ, που μόλις είχε σηκωθεί και προχωρούσε ήρεμη προς την πόρτα του νεκροταφείου. Ήταν τόσο απορροφημένη που ούτε καν με είδε. Εγώ, ήμουν ακίνητος, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στο οστεοφυλάκιο· ήμουν αποφασισμένος να φτάσω στα άκρα αυτής της απίστευτης περιπέτειας, να φτάσω ως το τέλος…

Ερώτηση: Τι συνέβη λοιπόν και σας βρήκανε το πρωί μισοπεθαμένο στα σκαλιά της Αγίας Τράπεζας;

Απάντηση: Α! Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Μια νεκροκεφαλή κύλησε στα πόδια μου… μετά άλλη μια… κι άλλη μια… Θα 'λεγε κανείς πως ήμουν ο στόχος αυτού του μακάβριου μπόουλιγκ. Σκέφτηκα πως κάποια λαθεμένη κίνηση κατάστρεψε την ισορροπία του μακάβριου οικοδομήματος που πίσω του κρυβόταν ο μουσικός μας. Αυτή η υπόθεση μου φάνηκε πολύ πιθανή, ιδιαίτερα όταν είδα μια σκιά να γλιστρά ξαφνικά στο φωτισμένο τοίχο της εκκλησίας.

Έτρεξα προς τα κει. Η σκιά είχε κιόλας σπρώξει την πόρτα και είχε μπει στην εκκλησία. Έκανα φτερά και την ακολούθησα. Η σκιά φορούσε ένα παλτό. Μπόρεσα κι έπιασα την άκρη του παλτού. Εκείνη την ώρα, η σκιά κι εγώ βρισκόμασταν ακριβώς μπροστά στην Αγία Τράπεζα· οι αχτίδες του φεγγαριού, περνούσαν μέσα από το μεγάλο βιτρό της αψίδας, κι έπεφταν ακριβώς μπροστά μας. Καθώς δεν άφηνα απ' τα χέρια μου το παλτό, η σκιά γύρισε προς το μέρος μου και τότε, κύριε, είδα μια τρομερή, μια φρικιαστική νεκροκεφαλή που εξακόντιζε πάνω μου ένα βλέμμα ίδιο μ.ε φωτιά της κόλασης. Νόμισα πως έβλεπα τον Σατανά και μπροστά σ' αυτήν την οπτασία από το υπερπέραν το κουράγιο μου μ' εγκατέλειψε και λιποθύμησα. Από κείνη τη στιγμή και μετά δε θυμάμαι τίποτε άλλο, μέχρι την ώρα που ξύπνησα μέσα στο μικρό μου δωμάτιο, στο πανδοχείο Το Ηλιοβασίλεμα.