Выбрать главу

Κουάξ! Κουάξ!… Α! τρομερό κουάξ!

Γιατί, βέβαια, θα πρέπει να καταλάβετε πως μιλάμε για κάποιο βατράχι μεταφορικά. Δεν το βλέπαμε, μα, διάολε! το ακούγαμε! Κουάξ!

Η αίθουσα τα 'χε κυριολεκτικά χαμένα. Ποτέ βάτραχος στις όχθες των βάλτων δεν είχε ξεσκίσει τη νύχτα μ' ένα παρόμοιο, τόσο φριχτό κουάξ.

Σίγουρα, ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε, κανείς δεν μπορούσε να περιμένει. Η Καρλότα δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε στο λαιμό της ούτε στ' αφτιά της. Αν έπεφτε κεραυνός μπροστά της, εκεί πάνω στη σκηνή, θα την ξάφνιαζε λιγότερο απ' αυτό το θορυβώδικο βατράχι που βγήκε απ' το στόμα της…

Και δεν την ντρόπιασε, παρόλο που είναι φυσικό, ένα βατράχι που ξεπηδά απ' το στόμα μιας τραγουδίστριας να την ντροπιάζει πάντα. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν απ' την ντροπή.

Μεγαλοδύναμε Θεέ! Ποιος θα περίμενε κάτι τέτοιο;… Τραγουδούσε τόσο ήσυχα: «Και νιώθω αυτή τη μοναχική φωνή που τραγουδά μέσα στην καρδιά μου!» Τραγουδούσε χωρίς προσπάθεια, όπως πάντα, με την ίδια ευκολία, σαν να 'λέγε: «Καλημέρα σας, κυρία μου, τι κάνετε;»

Βέβαια, δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε πως υπάρχουν τραγουδίστριες που το 'χουν πάρει απάνω τους, που κάνουν το λάθος να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και που η υπεροψία τους τις κάνει να θέλουν να φτάσουν, με την αδύναμη φωνή που τους χάρισε ο Θεός, σε εξαιρετικά ύψη, τραγουδώντας νότες που η ίδια τους η φύση τους απαγορεύει. Τότε, ο Θεός, για να τις τιμωρήσει, τους στέλνει, χωρίς αυτές να το ξέρουν, ένα βατράχι μέσ' στο στόμα, ένα βατράχι, ένα βατράχι που κάνει κουάξ! Όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό. Όμως, κανείς δεν μπορεί να δεχτεί πως μια Καρλότα, που μπορούσε να τραγουδήσει τουλάχιστον δύο οκτάβες, μπορούσε να έχει κι ένα βατράχι.

Δεν ήταν δυνατόν να ξεχάσουν τις κορόνες της στο Μαγεμένο Αυλό ή την Ελβίρα στο Δον Ζουάν όπου είχε θριαμβεύσει, τραγουδώντας νότες που δεν μπορούσε να «πιάσει» η συνάδελφός της, ντόνα Άννα. Τι μπορούσε λοιπόν να σημαίνει αυτό το κουάξ; Τι γύρευε λοιπόν ένα κουάξ σ' αυτήν την ήρεμη, ατάραχη, μικρή «μοναχική φωνή που τραγούδαγε μέσ' στην καρδιά της;»

Ήταν κάτι το αφύσικο. Κάποιος της είχε κάνει μάγια. Αυτό το βατράχι βρομούσε. Καημένη, δυστυχισμένη, απελπισμένη, εξουθενωμένη Καρλότα!…

Στην αίθουσα ο θόρυβος γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος. Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί σε κάποιαν άλλη τραγουδίστρια, θα την είχαν γιουχάρει! Όμως, με την Καρλότα δεν ήταν δυνατόν να θυμώσουν. Αυτό που ένιωθαν ήταν συμπόνοια και τρόμος. Ήταν όλοι τόσο ξαφνιασμένοι… λες κι είχαν παρακολουθήσει το σπάσιμο του βραχίονα της Αφροδίτης της Μήλου!… και πάλι, σ' αυτήν την περίπτωση, δε θα είχαν ξαφνιαστεί τόσο… θα είχαν δει το χτύπημα και κάτι θα είχαν καταλάβει…

Αυτό όμως; Αυτό το βατράχι ξεπερνούσε κάθε φαντασία!…

Η ίδια η Καρλότα, γι' αρκετή ώρα αναρωτιόταν αν πραγματικά άκουσε να βγαίνει απ' το στόμα της αυτή η νότα. Μα είχε καμιά σχέση με νότα αυτός ο ήχος; Μπορούσε να ονομαστεί αυτό το πράγμα ήχος; Ένας ήχος εξακολουθεί να έχει κάποια σχέση με τη μουσική — προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως αυτός ο σατανικός ήχος δεν ήταν τίποτα· πως ό,τι συνέβη, ό,τι ακούστηκε, δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια ακουστική παραίσθηση και όχι μια εγκληματική προδοσία του φωνητικού της οργάνου…

Κοίταξε χαμένη τριγύρω, αναζητώντας κάποιο καταφύγιο, κάποια προστασία ή μάλλον τη διαβεβαίωση της καθαρότητας της φωνής της. Τα δάχτυλα της, συσπασμένα, ακούμπησαν το λαιμό της με μια κίνηση άμυνας και διαμαρτυρίας! Φαίνεται πως και ο Κάρολους Φόντα ένιωθε πάνω κάτω τα ίδια συναισθήματα. Την κοίταξε με μιαν ανεκδιήγητη έκφραση απορίας στο πρόσωπο. Γιατί, αυτός βρίσκονταν δίπλα της εκείνη τη στιγμή. Δεν την είχε εγκαταλείψει. Ίσως αυτός θα μπορούσε να της εξηγήσει πώς συνέβη τούτο το ανήκουστο πράγμα! Κι όμως όχι! Δεν μπορούσε! Τα μάτια του, αποβλακωμένα, είχαν καρφωθεί στο στόμα της Καρλότας όμοια με τα μάτια των παιδιών στο καπέλο του ταχυδακτυλουργού. Πώς ήταν δυνατόν σ' ένα τόσο μικρό στόμα να χωρέσει ένα τόσο τεράστιο κουάξ;

Όλ' αυτά μαζί, βατράχι, κουάξ, συγκίνηση, τρόμος, θόρυβος της αίθουσας, σάλος πάνω στη σκηνή και στα παρασκήνια — μερικοί κομπάρσοι είχαν κατατρομάξει- όλ' αυτά, που σας περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια, δεν κράτησαν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα.

Μερικά φριχτά δευτερόλεπτα που φάνηκαν ατέλειωτα, ειδικά εκεί πάνω, στους δύο διευθυντές. Στο θεωρείο No 5, ο Μονσαρμέν και ο Ρισάρ ήταν κάτωχροι. Αυτό το παράδοξο κι ανεξήγητο επεισόδιο τους γέμιζε αγωνία, μια μυστηριώδη αγωνία που μεγάλωνε από το γεγονός πως βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή του φαντάσματος.