Είχαν νιώσει την ανάσα του. Τα μαλλιά του κυρίου Μονσαρμέν είχαν κουνηθεί απ' αυτήν την ανάσα… Ο Ρισάρ σκούπισε με το μαντίλι του το ιδρωμένο μέτωπό του… Ναι, ήταν εκεί… γύρω τους… πίσω τους, δίπλα τους, το αισθανόντουσαν χωρίς να το βλέπουν!… Άκουγαν την αναπνοή του… τόσο κοντά τους… τόσο απίστευτα κοντά τους!… Αισθανόμαστε πότε κάποιος είναι παρόν… Τώρα λοιπόν ήξεραν!… Ήταν σίγουροι πως στο θεωρείο ήσαν τρεις… Έτρεμαν… Ήθελαν να φύγουν, να το σκάσουν… Μα δεν τολμούσαν… Δεν τολμούσαν να κάνουν την παραμικρή κίνηση, δεν τολμούσαν ν' αρθρώσουν ούτε μια λέξη που θα έκανε το φάντασμα να καταλάβει ότι ήξεραν πως βρισκόταν κι αυτό εκεί!… Τι άλλο θα γινόταν άραγε; Τι επρόκειτο να συμβεί;
Συνέβη το κουάξ! Το δικό τους διπλό επιφώνημα τρόμου σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους της αίθουσας. Ένιωθαν στο έλεος της μανίας του φαντάσματος. Σκυμμένοι πάνω απ' το θεωρείο τους κοιτούσαν την Καρλότα λες και δεν την αναγνώριζαν πια. Αυτή η κολασμένη κόρη είχε δώσει με το κουάξ της το σινιάλο για την καταστροφή. Α! αυτήν την καταστροφή που τόσο φοβόντουσαν! Το φάντασμα τους το 'χε υποσχεθεί! Η αίθουσα ήταν καταραμένη! Τα δυο διευθυντικά τους στήθη λαχάνιαζαν κιόλας κάτω απ' το βάρος της επικείμενης καταστροφής. Ακούστηκε η στριγγιά φωνή του Ρισάρ να λέει στην Καρλότα:
«Συνεχίστε λοιπόν!»
Όμως όχι. Η Καρλότα δεν μπορεί να συνεχίσει… Προσπαθεί να ξαναρχίσει να τραγουδά τους μοιραίους στίχους. Μια τρομαχτική σιωπή ακολούθησε όλη τη φασαρία. Μόνη, η φωνή της Καρλότας γέμισε ηχητικά το χώρο.
Ακούω!… Η αίθουσα ακούει κι αυτή.
…Και καταλαβαίνω αυτή τη μοναχική φωνή (κουάξ) Κουάξ!… που τραγουδά μέσα στην… κουάξ!
Το βατράχι ξανάρχισε.
Στην αίθουσα ξέσπασε τρομερός σάλος. Σωριασμένοι στα καθίσματά τους, οι δυο διευθυντές, δεν τολμούσαν ούτε πίσω τους να στραφούν. Δεν είχαν το κουράγιο. Το φάντασμα πίσω απ' την πλάτη τους γελά. Τελικά, ακούν καθαρά στο δεξί τους αφτί τη φωνή του, την ακατανόμαστη φωνή του, μια φωνή δίχως στόμα, μια φωνή που λέει:
«Απόψε το τραγούδι της θα τα γκρεμίσει όλα!»
Με μια ταυτόχρονη κίνηση, σήκωσαν ψηλά το κεφάλι κι άφησαν μια τρομερή κραυγή. Ο τεράστιος πολυέλαιος ήταν έτοιμος να πέσει πάνω τους υπακούοντας στο κάλεσμα αυτής της σατανικής φωνής. Ο πολυέλαιος έπεφτε, έπεσε κι έγινε χίλια κομμάτια, στη μέση της ορχήστρας, μέσα σε φωνές, στριγγλιές κι αλαλαγμούς. Ήταν κάτι το φοβερό. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Ο στόχος μου πάντως, δεν είναι να σας κάνω να ξαναζήσετε μια ιστορική στιγμή. Όσοι είναι περίεργοι, μπορούν ν' ανατρέξουν στις εφημερίδες της εποχής. Υπήρξαν πολλοί τραυματίες κι ένας νεκρός.
Ο πολυέλαιος είχε συνθλίψει τη δυστυχισμένη γυναίκα που είχε έρθει για πρώτη φορά στην Όπερα, αυτήν που ο κύριος Ρισάρ προόριζε για αντικαταστάτρια της μαντάμ Ζιρί, της ταξιθέτριας του φαντάσματος. Είχε πεθάνει επιτόπου και την επομένη, μια εφημερίδα κυκλοφόρησε με τον ακόλουθο τίτλο: Διακόσια κιλά πάνω στο κεφάλι μιας θυρωρού! Αυτό αποτέλεσε τον επικήδειό της.
9
Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΜΑΞΑ
ΑΥΤΗ η τραγική βραδιά ήταν κακή για όλο τον κόσμο. Η Καρλότα αρρώστησε. Όσο για την Κριστίν Ντααέ, μετά την παράσταση εξαφανίστηκε. Δεκαπέντε μέρες πέρασαν χωρίς να εμφανιστεί πουθενά.
Δεν πρέπει πάντως να συνδέσουμε αυτήν την πρώτη εξαφάνιση, που άλλωστε δεν προκάλεσε κανένα σκάνδαλο, με την περίφημη απαγωγή που έμελλε να γίνει λίγο αργότερα, κάτω από μυστηριώδεις και τραγικές συνθήκες.
Φυσικά, ο Ραούλ ήταν ο πρώτος που αντιλήφτηκε την εξαφάνιση της ντίβας. Της είχε γράψει στη διεύθυνση της κυρίας Βαλέριους και δεν πήρε καμιά απάντηση. Στην αρχή, γνωρίζοντας την ψυχική της κατάσταση και την απόφαση που είχε πάρει να διακόψει κάθε επαφή μαζί του, δεν είχε ξαφνιαστεί, άσχετα αν δεν μπορούσε να καταλάβει τους λόγους αυτής της απόφασης.
Ο πόνος του ολοένα και μεγάλωνε, και τελικά, καθώς δεν έβλεπε την καλλιτέχνιδα σε κανένα πρόγραμμα, άρχισε ν' ανησυχεί. Ανέβασαν τον Φάουστ χωρίς αυτήν. Ένα απόγευμα, κατά τις πέντε, πήγε στη διεύθυνση της Όπερας για να μάθει τους λόγους της εξαφάνισης της Κριστίν Ντααέ. Βρήκε τους δυο διευθυντές φοβερά ανήσυχους. Είχαν γίνει αγνώριστοι· ακόμη κι ot φίλοι τους δεν τους αναγνώριζαν πια: είχαν χάσει κάθε χαρά και διάθεση γι' αστεία. Τους έβλεπε κανείς να περιφέρονται στο θέατρο με το κεφάλι κατεβασμένο, το μέτωπο συνοφρυωμένο, τα μάγουλα χλομά λες και κάποια φριχτή σκέψη τους καταδίωκε, κάποια φοβερή μοίρα τους κατάτρεχε.
Βέβαια, η πτώση του πολυέλαιου είχε επισύρει φοβερές ευθύνες πάνω τους, ήταν, ωστόσο, δύσκολο ν' ακούσει κανείς τους κυρίους διευθυντές να μιλάνε γι' αυτό.