Выбрать главу

Η έρευνα κατάληξε πως επρόκειτο για ατύχημα που οφειλόταν στη φθορά κάποιου υποστηρίγματος. Παρ' όλ' αυτά, ήταν καθήκον των παλιών διευθυντών, καθώς και των νέων, να έχουν ελέγξει τον πολυέλαιο και ν' αντικαταστήσουν οποιαδήποτε φθορά που μπορούσε να είναι καταστροφική.

Πρέπει ακόμη να πω, πως εκείνη την εποχή, οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν έμοιαζαν τόσο αλλαγμένοι, τόσο μακρινοί… τόσο μυστηριώδεις… τόσο ακατανόητοι, που πολλά μέλη σκέφτηκαν ότι κάποιο άλλο γεγονός, πολύ σοβαρότερο από την πτώση του πολυέλαιου, είχε αλλάξει τη διάθεση των διευθυντών.

Στις καθημερινές τους σχέσεις κι επαφές, ήταν πάντα πολύ ανυπόμονοι, εκτός από τις φορές που μιλούσαν με τη μαντάμ Ζιρί, η οποία είχε επαναπροσληφθεί. Μπορείτε να φανταστείτε το πώς υποδέχτηκαν τον υποκόμη ντε Σανιύ, όταν ήρθε να μάθει νέα για την Κριστίν. Περιορίστηκαν στο να του πουν πως είχε πάρει άδεια. Αυτός ρώτησε πόσο θα διαρκούσε η άδεια. Του απάντησαν, αρκετά στεγνά, πως επρόκειτο για άδεια απεριόριστου χρόνου και πως η ίδια η Κριστίν Ντααέ την είχε ζητήσει, για λόγους υγείας.

«Είναι λοιπόν άρρωστη!» φώναξε. «Τι έχει;»

«Δεν ξέρουμε τίποτα!»

«Μα, δεν της στείλατε το γιατρό του θεάτρου;»

«Όχι! δεν τον ζήτησε και καθώς της έχουμε εμπιστοσύνη, πιστέψαμε αυτά που μας είπε».

Τούτη η ιστορία δε φάνηκε πολύ φυσιολογική στον Ραούλ, που έφυγε από την Όπερα πλημμυρισμένος με μαύρες σκέψεις. Αποφάσισε πως ό,τι κι αν συνέβαινε, θα πήγαινε να μάθει νέα της από την κυρία Βαλέριους. Βέβαια, θυμόταν πολύ καλά με πόσο απόλυτο τρόπο η Κριστίν του είχε απαγορέψει να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια να την ξαναδεί. Αυτά όμως που είχε δει στο Περός, αυτά που είχε ακούσει πίσω από την πόρτα του καμαρινιού της, η συζήτηση που είχε κάνει με την Κριστίν στην άκρη του ξέφωτου, τον έκανε να διαισθάνεται κάποια συνωμοσία, που έστω κι αν ήταν διαβολική εξακολουθούσε να έχει την ανθρώπινη πλευρά της. Η ερεθισμένη φαντασία της νέας κοπέλας, η τρυφερή κι εύπιστη ψυχή της, η πρωτόγονη διαπαιδαγώγηση που είχε διαποτίσει την παιδική της ηλικία με θρύλους, η ασταμάτητη θύμηση του νεκρού της πατέρα και πάνω απ' όλα η θεία έκσταση στην οποία τη βύθιζε η μουσική, ιδιαίτερα όταν την άκουγε κάτω από ορισμένες εξαιρετικές συνθήκες — μήπως δεν είχε παρακολουθήσει με τα ίδια του τα μάτια τη σκηνή στο νεκροταφείο; — όλ' αυτά του φαίνονταν πως αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για τις διαβολικές «επιχειρήσεις» κάποιου μυστηριώδους και χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς προσώπου. Ποιανού θύμα ήταν η Κριστίν Ντααέ; Να ποιο ερώτημα βασάνιζε τον Ραούλ, καθώς πήγαινε βιαστικά στην κυρία Βαλέριους.

Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας πως ο υποκόμης ήταν ένα από τα πιο υγιή μυαλά. Βέβαια, ήταν ποιητής, αγαπούσε τη μουσική, ήταν μεγάλος θαυμαστής των παλιών θρύλων της Βρετάνης με τα ξωτικά που χορεύουν και, πάνω απ' όλα, ήταν ερωτευμένος μ' αυτή τη μικρή νεράιδα του Βορρά, την Κριστίν. Όλ' αυτά πάντως, δεν τον εμπόδιζαν να εξακολουθεί να μην πιστεύει σε υπερφυσικά πράγματα, (με εξαίρεση ό,τι αφορά τη θρησκεία) κι ακόμη και η πιο φανταστική ιστορία του κόσμου δεν ήταν ικανή να τον κάνει να ξεχάσει πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

Τι θα μάθαινε από τη μαντάμ Βαλέριους; Έτρεμε καθώς χτυπούσε το κουδούνι ενός μικρού διαμερίσματος της οδού Νοτρ Νταμ ντε Βικτουάρ.

Του άνοιξε η καμαριέρα που ήταν εκείνη την ημέρα στο καμαρίνι της Κριστίν. Τη ρώτησε αν μπορούσε να δει την κυρία Βαλέριους. Του απάντησε πως ήταν άρρωστη στο κρεβάτι και πως δεν ήταν σε θέση να τον δεχτεί.

«Δώστε της την κάρτα μου, παρακαλώ», είπε.

Δεν περίμενε πολύ. Η καμαριέρα επέστρεψε και τον οδήγησε σ' ένα μικρό σαλόνι, αρκετά σκοτεινό και στοιχειωδώς επιπλωμένο. Στον τοίχο, κρεμασμένα το ένα δίπλα στ' άλλο βρίσκονταν τα πορτρέτα του καθηγητή Βαλέριους και του πατέρα — Ντααέ.

«Η κυρία ζητά συγνώμη από τον κύριο υποκόμη», είπε η υπηρέτρια. «Μόνο σ' αυτό το δωμάτιο μπορεί να σας δεχτεί, γιατί δυστυχώς τα πόδια της δεν τη βοηθούν πια».

Πέντε λεπτά αργότερα ο Ραούλ έμπαινε σ' ένα σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο. Μέσα στο μισοσκόταδο, πάνω στο κρεβάτι είδε τη μορφή της ευεργέτιδας της Κριστίν. Τα μαλλιά της μαμά- Βαλέριους τώρα πια ήταν εντελώς λευκά· τα μάτια της όμως δεν είχαν γεράσει: αντίθετα, ποτέ το βλέμμα της δεν ήταν τόσο φωτεινό, τόσο αγνό, τόσο παιδικό.

«Κύριε ντε Σανιύ!» είπε χαρούμενα, απλώνοντας τα χέρια της προς τον επισκέπτη… «Α! ο καλός Θεός σάς στέλνει!… Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε γι' αυτήν».

Τούτη η τελευταία φράση αντήχησε πένθιμα στ' αφτιά του νέου άντρα. Αμέσως ρώτησε:

«Κυρία… πού είναι η Κριστίν;»

Η γηραιά κυρία του απάντησε ήσυχα: