Выбрать главу

«Μα, είναι με το καλό της Πνεύμα!»

«Ποιο καλό πνεύμα;» φώναξε ο καημένος ο Ραούλ. «Τον Άγγελο της μουσικής!»

Ο υποκόμης ντε Σανιύ, έκπληκτος, σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Ώστε στ' αλήθεια η Κριστίν βρισκόταν με τον Άγγελο της μουσικής! Και η μαμά — Βαλέριους, στο κρεβάτι της, του χαμογελούσε κι ακουμπούσε το δάχτυλό της στο στόμα κάνοντάς του νόημα να σωπάσει. Πρόσθεσε:

«Δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν!»

«Μπορείτε να μου έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη!» απάντησε ο Ραούλ, χωρίς να καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέει, γιατί οι σκέψεις του για την Κριστίν, που ήδη ήταν συγκεχυμένες, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. Του φάνηκε πως όλα γύριζαν γύρω του, γύρω απ' το δωμάτιο, γύρω απ' αυτήν την καταπληκτική γενναία γυναίκα με τ' άσπρα μαλλιά, με τα γαλανά σαν τον ουρανό μάτια, με τα μάτια που 'χαν το χρώμα του άδειου ουρανού… «Μπορείτε να μου έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη…»

«Το ξέρω! Το ξέρω!» είπε εκείνη γελώντας χαρούμενα. «Δώστε μου τα χέρια σας, όπως και τότε που ερχόσασταν να μου διηγηθείτε την ιστορία της μικρής Λότε που σας είχε πει ο πατέρας — Ντααέ. Σας αγαπώ πολύ, το ξέρετε, κύριε Ραούλ. Και η Κριστίν, κι αυτή σας αγαπά πολύ!»

«…Μ' αγαπά πολύ…» αναστέναξε ο νέος άντρας ο οποίος δυσκολευόταν να συγκεντρώσει τη σκέψη του που πλανιόταν γύρω από το πνεύμα της μαμά — Βαλέριους, γύρω από τον άγγελο που γι' αυτόν του είχε μιλήσει με τόσο παράξενο τρόπο και η Κριστίν, γύρω από τη νεκροκεφαλή, που είχε μισοδεί σαν μέσα σ' εφιάλτη πάνω στα σκαλιά του οστεοφυλάκιου του Περός και τέλος γύρω απ' το φάντασμα, της Όπερας, που η φήμη του είχε φτάσει ως αυτόν. Μια βραδιά, που είχε καθυστερήσει, άκουσε στο πλατό μερικούς τεχνικούς που μιλούσαν για τη νεκρική μορφή που είχε δει ο Ζοζέφ Μπικέ πριν κρεμαστεί…

Ρώτησε χαμηλόφωνα:

«Τι είναι αυτό, κυρία μου, που σας κάνει να πιστεύετε πως η Κριστίν μ' αγαπά πολύ;»

«Κάθε μέρα μου μιλούσε για σας!»

«Αλήθεια;… Και τι σας έλεγε;»

«Πως της εξομογηθήκατε τον έρωτά σας!…» είπε η καλή γυναίκα και ξέσπασε σε γέλια φανερώνοντας τα ωραία της δόντια. Ο Ραούλ σηκώθηκε κατακόκκινος, υποφέροντας φριχτά.

«Μα, πού πάτε; Καθήστε κάτω σας παρακαλώ… Νομίζετε πως μπορείτε να φύγετε έτσι;… Στο κάτω κάτω… Δεν ξέρατε… Είσαστε νέος… και νομίσατε πως η Κριστίν ήταν ελεύθερη…»

«Η Κριστίν είναι αρραβωνιασμένη;» ρώτησε με αδύναμη φωνή ο δυστυχισμένος ο Ραούλ.

«Μα, όχι! όχι!… Ξέρετε καλά πως η Κριστίν, ακόμα κι αν το 'θελε δε θα μπορούσε να παντρευτεί!…»

«Γιατί δεν μπορεί να παντρευτεί;»

«Μα, εξαιτίας του πνεύματος της μουσικής!…»

«Ξανά…»

«Ναι, της το απαγορεύει!… Το πνεύμα της μουσικής της απαγορεύει να παντρευτεί!…»

Ο Ραούλ είχε σκύψει πάνω από τη μαμά — Βαλέριους με μισάνοιχτο το στόμα, έτοιμος λες να την δαγκώσει. Του ερχόταν να την κατασπαράξει· την κοιτούσε μ' αγριεμένα μάτια. Υπάρχουν στιγμές που η μεγάλη πνευματική αθωότητα μοιάζει τερατώδης, γίνεται το πιο μισητό πράγμα στον κόσμο. Ο Ραούλ έβρισκε πως η κυρία Βαλέριους ήταν ανεπίτρεπτα αθώα.

Η μαμά — Βαλέριους δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τι σήμαινε το φριχτό βλέμμα που βάρενε πάνω της. Προσπάθησε να πάρει ένα όσο το δυνατό πιο φυσικό ύφος:

«Ω! της απαγορεύει… χωρίς να της το λέει… Απλά, της λέει πως αν παντρευτεί δε θα το ξανακούσει ποτέ πιά! Αυτό είναι όλο!… και πως θα φύγει για πάντα!… Καταλαβαίνετε λοιπόν, δε θέλει ν' αφήσει το πνεύμα της μουσικής να φύγει! Είναι κάτι πολύ φυσικό νομίζω».

«Ναι, ναι», βιάστηκε να συμφωνήσει με μιαν ανάσα ο Ραούλ, «είναι πολύ φυσικό».

«Νόμιζα πως η Κριστίν σας είχε μιλήσει για όλ' αυτά, τότε στο Περός όπου είχε πάει να συναντήσει το “καλό της πνεύμα”».

«Α! Ώστε λοιπόν γι' αυτό είχε πάει στο Περός;»

«Ναι. Δηλαδή αυτός είχε κανονίσει να συναντηθούν εκεί κάτω, στο νεκροταφείο του Περός, πάνω απ' τον τάφο του πατέρα της! Της είχε υποσχεθεί να παίξει την Ανάσταση του Λαζάρου με το βιολί του πατέρα της!»

Ο Ραούλ ντε Σανιύ σηκώθηκε όρθιος και πρόφερε τις ακόλουθες αποφασιστικές λέξεις με πολύ μεγάλη σοβαρότητα:

«Κυρία μου, μπορείτε μήπως να μου πείτε πού μένει αυτό το πνεύμα;»

Η καλή γυναίκα δε φάνηκε να ξαφνιάζεται μ' αυτήν την αδιάκριτη ερώτηση. Σήκωσε τα μάτια και απάντησε:

«Στον ουρανό!»

Τόση αφέλεια τον έκανε να τα χάσει εντελώς. Μια τόσο απλοϊκή κι απόλυτη πίστη σ' ένα πνεύμα, που υποτίθεται πως κατέβαινε κάθε μέρα απ' τον ουρανό για να επισκεφθεί τα καμαρίνια των τραγουδιστριών της Όπερας, τον έκανε να αισθάνεται εντελώς ηλίθιος.

Τώρα άρχιζε να καταλαβαίνει σε ποια ψυχική κατάσταση μπορεί να βρεθεί μια κοπέλα που έχει μεγαλώσει ανάμεσα σ' έναν προληπτικό βιολιστή των πανηγυριών και μια «φωτισμένη» καλή γυναίκα κι ανατρίχιασε αναλογιζόμενος τις συνέπειες.