«Η Κριστίν εξακολουθεί να είναι μια τίμια κοπέλα, έτσι δεν είναι;» δεν μπόρεσε ν' αποφύγει αυτήν την ερώτηση.
«Μα και βέβαια! Μπορώ να πάρω όρκο γι' αυτό!» δήλωσε η ηλικιωμένη γυναίκα, που αυτή η ερώτηση τη σόκαρε πολύ… «κι αν αμφιβάλλετε γι' αυτό κύριε… τότε δεν καταλαβαίνω τι ήρθατε να κάνετε εδώ!…»
Ο Ραούλ κόντευε να διαλύσει τα γάντια του.
«Πόσον καιρό γνωρίζει αυτό το “πνεύμα”;»
«Τρεις μήνες περίπου!… Ναι, πρέπει να 'χουν περάσει τρεις μήνες από τότε που άρχισε να της κάνει μαθήματα!»
Ο υποκόμης άπλωσε τα χέρια του κάνοντας μια τεράστια απελπισμένη κίνηση κι εξαντλημένος τ' άφησε να ξαναπέσουν.
«Το πνεύμα της κάνει μαθήματα!… Και πού;»
«Τώρα που έχει φύγει μαζί του, δεν ξέρω πού έχουν πάει. Πριν δεκαπέντε μέρες όμως αυτό γινόταν στο καμαρίνι της Κριστίν. Εδώ, σ' αυτό το μικρό διαμέρισμα, θα ήταν αδύνατο. Θα τους άκουγε όλο το κτίριο. Ενώ στην Όπερα, στις οχτώ το πρωί, δεν υπάρχει κανείς. Κανείς δεν τους ενοχλεί!… Καταλαβαίνετε;…»
«Καταλαβαίνω! καταλαβαίνω!» είπε ο υποκόμης που βιάστηκε να ζητήσει την άδεια ν' αποχωρήσει, ενώ η ηλικιωμένη κυρία αναρωτήθηκε μήπως δεν ήταν και τόσο στα καλά του.
Διασχίζοντας το σαλόνι ο Ραούλ ξαναβρέθηκε μπρος στην υπηρέτρια και, για μια στιγμή, πήγε να τη ρωτήσει κάτι· όμως, του φάνηκε πως διάκρινε στα χείλη της ένα χαμόγελο. Σκέφτηκε πως τον κορόιδευε και το 'βαλε στα πόδια. Άλλωστε, μήπως δεν ήξερε κιόλας αρκετά;… Ήθελε να μάθει νέα για την Κριστίν. Έμαθε. Τι παραπάνω ήθελε;… Επέστρεψε στο σπίτι του αδελφού του με τα πόδια· η κατάσταση του ήταν αξιοθρήνητη…
Ήθελε ν' αυτοτιμωρηθεί, να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο! Να 'χει πιστέψει σε τόση αθωότητα, σε τόση αγνότητα! Για μια στιγμή, είχε πραγματικά προσπαθήσει να τα εξηγήσει όλα με την αφέλεια, την πνευματική απλοϊκότητα, την ακηλίδωτη αγνότητα! Το πνεύμα της μουσικής! Τώρα τον ήξερε! Τον έβλεπε! Σίγουρα θα επρόκειτο για κάποιον φριχτό τενόρο, κάποιο ωραίο αγόρι που τραγουδούσε με το στόμα στην καρδιά! Αισθανόταν απίστευτα γελοίος κι απίστευτα δυστυχισμένος! Α! ο καημένος ο μικρός. Τι ασήμαντο και εκμηδενισμένο ον που ήταν ο υποκόμης ντε Σανιύ! σκεφτόταν θυμωμένος ο Ραούλ. Κι αυτή, ένα τόσο σατανικά πλασμένο θρασύ πλάσμα!
Πάντως, αυτή η περιπλάνηση στους δρόμους του 'κανε καλό, του φρέσκαρε λίγο τα μυαλά. Όταν μπήκε στο δωμάτιό του δεν είχε άλλο στο νου από το να πέσει το γρηγορότερο στο κρεβάτι του να πνίξει τ' αναφυλλητά του. Όμως, ήταν εκεί ο αδελφός του και ο Ραούλ χώθηκε στην αγκαλιά του σαν μωρό. Ο κόμης τον παρηγόρησε πατρικά, χωρίς να του ζητήσει εξηγήσεις. Εξάλλου, ο Ραούλ μάλλον δε θα 'θελε να του πει την ιστορία με το πνεύμα της μουσικής. Αν υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν υπερηφανεύεται κανείς, άλλο τόσο υπάρχουν πράγματα για τα οποία είναι πολύ ταπεινωτικό να παραπονεθεί κανείς.
Ο κόμης πήρε μαζί του τον Ραούλ στο καμπαρέ, για φαγητό. Με μια τόσο πρόσφατη απογοήτευση, το πιθανότερο ήταν ο Ραούλ ν' αρνηθεί κάθε πρόσκληση· ο κόμης όμως του είπε πως το προηγούμενο βράδυ, η κυρά των λογισμών του είχε θεαθεί σε μιαν αλέα του δάσους μ' ευχάριστη συντροφιά. Στην αρχή, ο υποκόμης δεν ήθελε να πιστέψει κάτι τέτοιο. Μα, τελικά, αυτή η ιστορία δεν ήταν φοβερά συνηθισμένη; Την είχαν δει μέσα σε μια άμαξα. Έμοιαζε ν' απολαμβάνει τον παγωμένο αέρα της νύχτας. Το σεληνόφωτο ήταν υπέροχο και την είχαν δει ξεκάθαρα. Όσο για το συνοδό της δεν μπόρεσαν να τον διακρίνουν καθαρά. Είδαν μόνο μια συγκεχυμένη φιγούρα μέσ' στη σκιά. Η άμαξα προχωρούσε αργά μέσα σε μια έρημη αλέα, πίσω από το Λονγκσάμπ.
Ο Ραούλ, ξετρελαμένος ντύθηκε αμέσως, έτοιμος να ριχτεί στη μέθη της κραιπάλης για να ξεχάσει τον πόνο του. Δυστυχώς όμως, ήταν ένας θλιμμένος συνδαιτημόνας και άφησε πολύ νωρίς τον αδελφό του, για να βρεθεί μέσα σε μια άμαξα, στο δάσος, πίσω από το Λονγκσάμπ.
Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο δρόμος έρημος και πολύ καλά φωτισμένος από το φως του φεγγαριού. Είπε στον αμαξά να τον περιμένει σε μια μικρή αλέα πάρα πέρα και αφού κρύφτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα, άρχισε να περιμένει χοροπηδώντας ανυπόμονα.
Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα που είχε αρχίσει να επιδίδεται σ' αυτήν την υγιεινή άσκηση, όταν ένα αμάξι που ερχόταν απ' το Παρίσι έστριψε στη γωνία του δρόμου και αργά αργά προχώρησε προς το μέρος του.
Αμέσως σκέφτηκε: Αυτή είναι! κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά, υπόκωφα, όπως και τότε που είχε ακούσει την αντρική φωνή στο καμαρίνι… Θεέ μου! Πόσο την αγαπούσε!
Η άμαξα εξακολουθούσε να προχωράει. Αυτός έμενε ακίνητος. Την περίμενε!… Αν ήταν αυτή, είχε αποφασίσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να ορμήσει πάνω στ' άλογα!… Ήθελε να εξηγηθεί με τον Άγγελο της μουσικής πάση θυσία!…