Выбрать главу

Λίγα μέτρα ακόμα και η άμαξα θα βρίσκεται δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως ήταν αυτή!… Πραγματικά, απ' το παράθυρο έσκυβε μια γυναίκα.

Ξάφνου, το φεγγάρι σχημάτισε ένα απαλό φωτοστέφανο γύρω απ' το πρόσωπό της «Κριστίν!»

Τ' όνομα του έρωτα του γέμισε το στόμα του και την καρδιά του. Ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί!… Πήδηξε για να την πιάσει· το άκουσμα του ονόματος της μέσ' στη νύχτα αντήχησε σαν το σινιάλο για μια αγριεμένη εφόρμηση. Το παράθυρο της άμαξας έκλεισε βιαστικά. Η μορφή της νέας γυναίκας εξαφανίστηκε. Και το αμάξι, που πίσω του έτρεχε, δεν ήταν πια παρά μια μαύρη κουκίδα στο βάθος του άσπρου δρόμου.

Φώναξε ξανά: «Κριστίν!…» Τίποτα δεν του απάντησε… Σταμάτησε, χαμένος μέσ' στη σιωπή.

Έριξε μιαν απελπισμένη ματιά στον ουρανό, στ' άστρα· χτύπησε με τη γροθιά του το φλογισμένο του στήθος. Αγαπούσε και δεν αγαπιόταν!

Με το βλέμμα σκοτεινό, κοίταξε σκεφτικός αυτόν τον εγκαταλειμμένο και παγερό δρόμο, τη χλομή και νεκρή νύχτα. Τίποτα δεν ήταν πιο παγερό, τίποτα δεν ήταν πιο νεκρό απ' την καρδιά του: είχε αγαπήσει έναν άγγελο και περιφρονούσε μια γυναίκα!

Ραούλ… πώς ξέρει να σε περιπαίζει αυτή η μικρή νεράιδα του Βορρά! Τι νόημα έχει τελικά να 'χει κανείς τόσο δροσερά μάγουλα, ένα μέτωπο τόσο ντροπαλό, έτοιμο πάντα να σκεπαστεί, από το λεπτό, κόκκινο πέπλο της σεμνότητας, όταν περνάει τη νύχτα, στο βάθος μιας πολυτελούς άμαξας, με τη συντροφιά ενός μυστηριώδη εραστή; Θα 'πρεπε να υπάρχουν απαραβίαστα όρια στην υποκρισία και το ψέμα;… Θα 'πρεπε να 'χει κανείς τα καθαρά μάτια της παιδικής αθωότητας όταν έχει καρδιά πόρνης;…Είχε περάσει δίχως ν' απαντήσει στο κάλεσμα του… Κι αυτός, γιατί είχε βρεθεί στο δρόμο της;

Με ποιο δικαίωμα την κατηγορούσε για την παρουσία της εκεί, τη στιγμή που το μόνο που ζητά εκείνη είναι να την ξεχάσει;

«Φύγε!… Εξαφανίσου!… Δεν είσαι τίποτα για μένα!…»

Ήθελε να πεθάνει κι ήταν μόνο είκοσι χρονών!… Το άλλο πρωί, ο υπηρέτης τον βρήκε στο κρεβάτι. Δεν είχε βγάλει τα ρούχα του και κείνος φοβήθηκε πως κάτι κακό του είχε συμβεί. Η όψη του ήταν φοβερή. Ο Ραούλ του άρπαξε απ' τα χέρια την αλληλογραφία. Είχε αναγνωρίσει ένα γράμμα, ένα χαρτί. Η Κριστίν του έγραφε:

Φίλε μου, να είστε μεθαύριο τα μεσάνυχτα, στο μπαλ μασκέ της Όπερας, στο μικρό σαλόνι που βρίσκεται πίσω από το τζάκι του μεγάλου φουαγιέ. Να βρίσκεστε όρθιος κοντά στην πόρτα που οδηγεί προς τη Ροτόντα. Μην αναφέρετε τίποτα, σε κανέναν, γι' αυτό το ραντεβού. Να φορέσετε ένα άσπρο ντόμινο. Νάστε μεταμφιεσμένος έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να σας αναγνωρίσει. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Κριστίν.

10

ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΩΝ

Ο ΦΑΚΕΛΟΣ ήταν χωρίς γραμματόσημο και βρομισμένος με λάσπη. Έγραφε μόνο: «Για τον κύριο Ραούλ ντε Σανιύ» και τη διεύθυνση με μολύβι. Σίγουρα, κάπου θα τον είχε αφήσει με την ελπίδα πως κάποιος περαστικός θα τον μάζευε και θα τον έδινε στον παραλήπτη. Έτσι κι έγινε. Το γράμμα το βρήκανε σ' ένα πεζοδρόμιο κοντά στην Όπερα. Ο Ραούλ, ανάστατος, το ξαναδιάβασε.

Δε χρειαζόταν περισσότερα για να ξαναγεννηθεί μέσα του η ελπίδα. Η εικόνα που μέχρι πριν λίγο είχε για την Κριστίν, η εικόνα μιας Κριστίν που είχε χάσει τον αυτοσεβασμό της, εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε ξανά η αρχική εικόνα, εκείνη δηλαδή, ενός δυστυχισμένου κι αθώου παιδιού που είχε πέσει θύμα κάποιας απροσεξίας και της υπερβολικής του ευαισθησίας. Όμως, μέχρι ποιο σημείο αλήθευε πως ήταν θύμα; Ποιος την κρατούσε αιχμάλωτη; Σε ποια παγίδα την είχαν παρασύρει; Αναρωτιόταν για όλ' αυτά με μεγάλη αγωνία. Αυτός όμως ο πόνος τού φαινόταν υποφερτός, σε σύγκριση με το ντελίριο που του προκαλούσε η ιδέα πως η Κριστίν μπορεί να ήταν υποκρίτρια και ψεύτρα! Τι είχε συμβεί; Τι είδους επιδράσεις είχε υποστεί; Ποιο τέρας την είχε γοητεύσει και με ποιον τρόπο;…

…Μα, με ποιον άλλο τρόπο αν όχι με τη μουσική; Ναι, ναι. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ πειθότανε πως κάπου εδώ κρύβεται η αλήθεια. Μήπως δε θυμόταν το ύφος της όταν του μίλησε στο Περός για την επίσκεψη του ουράνιου απεσταλμένου; Άλλωστε, η ίδια η ιστορία της Κριστίν, η ζωή της τον τελευταίο καιρό, έπρεπε να τον βοηθήσει να διαλύσει τα σκοτάδια που τον τύλιγαν. Μήπως αγνοούσε την απελπισία που την κατέλαβε μετά το θάνατο του πατέρα της και την αηδία που ένιωθε από τότε για κάθε τι που 'χε σχέση με τη ζωή, ακόμη και για την τέχνη της; Στο Ωδείο είχε καταντήσει μια μηχανή που τραγουδούσε χωρίς καθόλου ψυχή. Και ξαφνικά, ξύπνησε, λες κάτω απ' την πνοή μιας θείας δύναμης. Ο Άγγελος της μουσικής είχε εμφανιστεί! Τραγουδά τη Μαργαρίτα του Φάουστ και θριαμβεύει!… Ο Άγγελος της μουσικής!… Ποιος λοιπόν, ποιος είναι αυτός που παρουσιάζεται στα μάτια της σαν ένα τέτοιο θαυμάσιο πνεύμα;… Ποιος άραγε, καλά πληροφορημένος απ' ό,τι φαίνεται, εκμεταλλεύεται τον αγαπημένο μύθο του πατέρα — Ντααέ, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μετατρέψει τη νέα κοπέλα σ' ένα ανυπεράσπιστο εργαλείο που μπορούσε να παίζει όποτε και όπως αυτός ήθελε;