Ο Ραούλ σκέφτηκε πως επίτηδες η Κριστίν είχε διαλέξει αυτό το θορυβώδες μέρος αντί για κάποια απόμερη γωνιά: εκεί, κάτω απ' τις μάσκες, ήταν κρυμμένοι πολύ καλύτερα.
Πήγε κοντά στην πόρτα και περίμενε. Όχι για πολύ. Ένα μαύρο ντόμινο πέρασε και του 'σφιξε βιαστικά τις άκρες των δαχτύλων. Κατάλαβε πως ήταν αυτή. Το ακολούθησε.
«Κριστίν, εσείς είσαστε;» ρώτησε μέσα απ' τα δόντια του.
Το ντόμινο γύρισε γρήγορα και σήκωσε το δάχτυλο ως το στόμα, κάνοντάς του προφανώς νόημα να μην επαναλάβει τ' όνομά της.
Ο Ραούλ συνέχισε να την ακολουθεί σιωπηλά.
Φοβόταν μην τη χάσει. Δεν ένιωθε πια μίσος γι' αυτήν. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Η Κριστίν δεν είχε κάνει τίποτα το αξιοκατάκριτο, όσο κι αν η συμπεριφορά της εξακολουθούσε να 'ναι γι' αυτόν αλλόκοτη κι ανεξήγητη. Ήταν έτοιμος για τρυφερότητα, για συγνώμη, για υπαναχώρηση. Την αγαπούσε. Άλλωστε, όπου νάναι πλησίαζε η ώρα που θα του εξηγούσε τους λόγους μιας τόσο ιδιόρρυθμης απουσίας…
Κάθε τόσο, το μαύρο ντόμινο γυρνούσε πίσω να κοιτάξει αν το άσπρο ντόμινο συνέχιζε να την ακολουθεί.
Καθώς ο Ραούλ διάσχιζε, ακολουθώντας τον οδηγό του, το μεγάλο φουαγιέ του κοινού, δεν μπόρεσε να μη διακρίνει ανάμεσα στον κόσμο κάποιους που επιδίδονταν στις πιο τρελές παραξενιές. Μια παρέα βρισκόταν μαζεμένη γύρω από κάποιον που η μεταμφίεση του, η πρωτότυπη φιγούρα του, η μακάβρια όψη του προκαλούσε αίσθηση…
Φορούσε ένα κατακόκκινο κουστούμι κι ένα τεράστιο καπέλο με φτερά πάνω σ' ένα κεφάλι νεκρικό. Α! Η μίμηση της νεκροκεφαλής ήταν καταπληκτική! Οι διάφοροι ζωγράφοι γύρω του του έδιναν συγχαρητήρια για την πετυχημένη του μεταμφίεση… Τον ρωτούσαν σε ποιον μαιτρ, σε ποιο ατελιέ, (όπου σίγουρα θα σύχναζε και ο Πλούτωνας) του 'φτιαξαν μια τόσο ωραία νεκροκεφαλή! Δεν υπήρχε αμφιβολία: Για μια τέτοια νεκροκεφαλή θα 'χε ποζάρει ο ίδιος ο Χάρος!
Ο άνθρωπος με τη νεκροκεφαλή, το φτερωτό καπέλο και την κόκκινη στολή έσερνε πίσω του μια τεράστια κάπα από κόκκινο βελούδο που η φλόγα της απλωνόταν βασιλικά στο παρκέ. Πάνω σ' αυτήν την κάπα ήταν κεντημένη με χρυσά γράμματα μια φράση που όλοι διάβαζαν δυνατά: «Μη μ' αγγίζετε! Είμαι ο κόκκινος Θάνατος!…»
Κάποιος αποπειράθηκε να τον αγγίξει. Τότε, μέσα από ένα πορφυρό μανίκι πρόβαλε ένα χέρι σκελετού που σταμάτησε βίαια το χέρι του απερίσκεπτου, κι αυτός νιώθοντας να τον σφίγγουν κόκαλα, νιώθοντας να τον αγγίζει οργισμένος, ο ίδιος ο Θάνατος, μ' έναν τρόπο που έλεγες πως δε θα τον άφηνε ποτέ πια, άφησε μια κραυγή έκπληξης και πόνου. Όταν επιτέλους ο κόκκινος Θάνατος τον άφησε ελεύθερο, άρχισε να τρέχει σαν τρελός ανάμεσα στους καλεσμένους. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή το βλέμμα του Ραούλ διασταυρώθηκε με το βλέμμα τούτου του παράξενου προσώπου, που εκείνη τη στιγμή στράφηκε προς το μέρος του. Παρά λίγο να ξεφωνίσει: «Η νεκροκεφαλή του Περός -Γκιρέκ!» Τον είχε αναγνωρίσει!… Θέλησε να προχωρήσει προς το μέρος του, ξεχνώντας την Κριστίν. Όμως, το μαύρο ντόμινο, που κι αυτό έμοιαζε ταραγμένο, τον πήρε από το μπράτσο και τον τράβηξε μακριά από το φουαγιέ, μακριά απ' αυτό το δαιμονισμένο πλήθος που ανάμεσά του βρισκόταν ο κόκκινος Θάνατος…
Το μαύρο ντόμινο εξακολουθούσε να γυρνά κάθε τόσο πίσω το κεφάλι του και του Ραούλ του φάνηκε πως τουλάχιστον δυο φορές, αντίκρυσε κάτι που το τάραξε και το 'κανε να προχωρά ακόμη πιο γρήγορα, τραβώντας τον ξοπίσω του, λες και τους καταδίωκαν.
Μ' αυτόν τον τρόπο ανέβηκαν δυο πατώματα. Εκεί, τα σκαλιά και οι διάδρομοι ήταν σχεδόν άδειοι. Το μαύρο ντόμινο άνοιξε την πόρτα ενός θεωρείου κι έκανε νόημα στο άσπρο ντόμινο να μπει μέσα. Η Κριστίν (γιατί αυτή ήταν πραγματικά, αναγνώρισε και τη φωνή της), η Κριστίν λοιπόν, έκλεισε αμέσως την πόρτα πίσω της και του είπε χαμηλόφωνα να πάει στο πίσω μέρος του θεωρείου και να μείνει κρυμμένος. Ο Ραούλ έβγαλε τη μάσκα του. Η Κριστίν όχι. Καθώς ο νέος άντρας ήταν έτοιμος να της ζητήσει να βγάλει κι αυτή τη δική της, τη βλέπει έκπληκτος να σκύβει στο διαχωριστικό τοίχο του θεωρείου και να προσπαθεί ν' ακούσει τι γίνεται δίπλα. Μετά, μισάνοιξε την πόρτα και κοιτώντας στο διάδρομο είπε χαμηλόφωνα: «Πρέπει ν' ανέβηκε πάνω στο “θεωρείο των τυφλών”». Ξαφνικά φώναξε: «Κατεβαίνει ξανά!»