Выбрать главу

Θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα αλλά ο Ραούλ την εμπόδισε, γιατί είχε δει στα σκαλιά που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα ένα κόκκινο πόδι και μετά ένα άλλο… και αργά αργά να κατεβαίνει με μεγαλοπρέπεια όλο το κατακόκκινο κουστούμι του κόκκινου Θανάτου. Ξανάδε τη νεκροκεφαλή του Περός-Γκιρέκ.

«Αυτός είναι!», φώναξε… «Αυτή τη φορά δε θα μου ξεφύγει!…»

Όμως, η Κριστίν πρόλαβε κι έκλεισε την πόρτα τη στιγμή που ο Ραούλ ορμούσε. Θέλησε να τη βγάλει απ' το δρόμο του…

«Μα, ποιος αυτός;» ρώτησε αυτή με μια φωνή ολότελα αλλαγμένη… «ποιος είν' αυτός που δε θ' αφήσετε να σας ξεφύγει;…»

Ο Ραούλ προσπάθησε βίαια να την απομακρύνει, όμως η νέα κοπέλα αντιστεκόταν με απροσδόκητη δύναμη… Κατάλαβε ή νόμισε πως κατάλαβε κι έγινε έξαλλος.

«Ποιος;» είπε θυμωμένα… «Μα, αυτός! Ο άνθρωπος που κρύβεται κάτω απ' την αποτρόπαια νεκρική μάσκα!… το κακό πνεύμα του νεκροταφείου του Περάς!… ο κόκκινος Θάνατος!… Επιτέλους! ο φίλος σας, κυρία μου… Ο Άγγελος σας… ο Άγγελος της μουσικής! Όμως, θα του βγάλω τη μάσκα, όπως θα βγάλω και 'γω τη δική μου, και θα κοιταχτούμε, αυτή τη φορά πρόσωπο με πρόσωπο, δίχως πέπλα και δίχως ψέματα και τότε πια θα ξέρω ποιος είναι αυτός που σας αγαπά και που και σεις αγαπάτε!»

Ξέσπασε σ' ένα τρελό γέλιο, ενώ η Κριστίν, πίσω απ' το λύκο της, ξέσπαγε σε πονεμένα αναφιλητά.

Άπλωσε με μια τραγική κίνηση, τα δυο της χέρια που σχημάτιζαν ένα εμπόδιο από λευκή σάρκα πάνω στην πόρτα.

«Στ' όνομα της αγάπης μας Ραούλ, δε θα περάσετε!…»

Σταμάτησε. Τι είπε;… Στο όνομα της αγάπης τους;… Μα μέχρι τότε, ποτέ μα ποτέ δε του είχε πει πως τον αγαπά. Κι ωστόσο, δεν της είχαν λείψει οι ευκαιρίες!… Τον είχε δει άρρωστο, σχεδόν νεκρό από τον τρόμο και το κρύο, μετά από κείνη τη νύχτα στο νεκροταφείο του Περός. Μήπως είχε σταθεί κοντά του τότε που τη χρειαζόταν περισσότερο παρά ποτέ; Όχι! Είχε φύγει μακριά!… Και τώρα, έλεγε πως τον αγαπά! Μιλούσε «στο όνομα της αγάπης τους»! Όχι δα! Ο μοναδικός της σκοπός ήταν να τον καθυστερήσει μερικά δευτερόλεπτα… Έπρεπε να βοηθήσει τον κόκκινο Θάνατο να ξεφύγει… Η αγάπη τους! Έλεγε ψέματα!…

Της είπε μ' ένα παιδικό μίσος:

«Λέτε ψέματα, κυρία μου! Δε μ' αγαπάτε, ποτέ δε μ' αγαπήσατε! Μόνο που εγώ, σαν άπραγος νέος που είμαι αφέθηκα να γίνω παιχνίδι στα χέρια σας, σας επέτρεψα να με κάνετε ό,τι θέλετε! Με τη στάση σας, με τη χαρά που εκφράζει το βλέμμα σας όταν με βλέπατε, ακόμη και με τη σιωπή σας μ' αφήνατε να ελπίζω; Μ' αφήνατε να ελπίζω, και 'γω έλπιζα με τίμιο τρόπο, γιατί, κυρία μου, πρέπει να ξέρετε πως είμαι ένας έντιμος άνθρωπος και νόμισα πως και σεις είστε μια έντιμη γυναίκα, ενώ εσείς το μόνο που είχατε στο νου σας ήταν πώς να με κοροϊδέψετε! Αλίμονο! Κοροϊδέψατε τους πάντες και τα πάντα! Εκμεταλλευτήκατε ασύστολα την αγνή καρδιά της ευεργέτιδάς σας. Αυτής, που εξακολουθεί ακόμη να πιστεύει στην ειλικρίνειά σας, ενώ εσείς κυκλοφορείτε στο χορό της Όπερας παρέα με τον κόκκινο Θάνατο!… Σας περιφρονώ!…»

Άρχισε να κλαίει. Εκείνη τον άφηνε να την κατηγορεί. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να τον κρατήσει εκεί.

«Μια μέρα, θα μου ζητήσετε συγνώμη Ραούλ για όλ' αυτά τα φριχτά πράγματα που μου είπατε… και γω θα σας συγχωρέσω!…»

Κούνησε το κεφάλι.

«Όχι! Όχι! Μ' έχετε κάνει τρελό!… Όταν σκέφτομαι πως το μόνο που ήθελα πια στη ζωή μου ήταν να δώσω τ' όνομά μου σε μια κοπέλα της Όπερας!…»

«Δυστυχισμένε Ραούλ!…»

«Μου 'ρχεται να πεθάνω απ' την ντροπή μου!»

«Πρέπει να ζήσετε φίλε μου», είπε η Κριστίν με σοβαρή κι αλλαγμένη φωνή… «Αντίο!…»

«Αντίο, Κριστίν!…»

«Αντίο, Ραούλ!…»

Ο νέος άντρας προχώρησε με αβέβαιο βήμα. Τόλμησε να σαρκάσει για μια ακόμη φορά:

«Φαντάζομαι πως μου επιτρέπετε να έρχομαι να σας χειροκροτώ από καιρού εις καιρόν».

«Δε θα τραγουδήσω ποτέ πια, Ραούλ!…»

«Αλήθεια;» πρόσθεσε μ' ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία… «Ώστε θα έχετε λοιπόν όλο τον καιρό στη διάθεση σας: τα συγχαρητήρια μου!… Έ, τότε θα ξαναβρεθούμε ίσως στο δάσος, κάποιο βράδυ!»

«Δεν πρόκειται να ξαναβρεθούμε ούτε στο δάσος ούτε αλλού, Ραούλ. Δε θα με δείτε ποτέ πια…»

«Μήπως, τουλάχιστον, μπορούμε να μάθουμε σε ποια σκοτάδια επιστρέφετε;… Για ποια κόλαση ξεκινάτε, μυστηριώδης μου κυρία;… ή μάλλον για ποιον παράδεισο;…»

«Αυτό ήθελα να σας πω απόψε φίλε μου. Αλλά, τώρα πια, δεν μπορώ να σας πω τίποτα…

»…ό,τι και να σας πω πια δεν πρόκειται να με πιστέψετε! Έχετε χάσει την εμπιστοσύνη σας σε μένα, Ραούλ… πάει πια, όλα τέλειωσαν!…». Όταν πρόφερε αυτό το «όλα τέλειωσαν» είχε ένα τόσο απελπισμένο ύφος που ο νέος άντρας σκίρτησε κι άρχισε να νιώθει τύψεις για τα σκληρά του λόγια…

«Μα επιτέλους!» φώναξε… «Πείτε μου τι σημαίνουν όλ' αυτά!… Είσαστε ελεύθερη, τίποτα δε σας εμποδίζει… Κυκλοφορείτε άνετα στην πόλη… φοράτε το ντόμινο για να 'ρθετε στο χορό… Γιατί δε γυρνάτε σπίτι σας;… Τι κάνατε τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες;… Τι είναι αυτή η ιστορία με τον Άγγελο της μουσικής που διηγηθήκατε στη μητέρα-Βαλέριους; Κάποιος μπορεί να σας κορόιδεψε εκμεταλλευόμενος την ευπιστία σας… Εγώ ο ίδιος, ήμουν μάρτυρας στο Περάς… μα τώρα ξέρετε πως μπορείτε να στηριχθείτε πάνω μου, Κριστίν… Μου φαίνεστε πολύ ταραγμένη… Όμως τώρα ξέρετε τι συμβαίνει… Κριστίν, νομίζω πως είστε πολύ συνετός άνθρωπος… Ξέρετε τι κάνετε!… κι όμως, η μητέρα — Βαλέριους εξακολουθεί να σας περιμένει μιλώντας για τον καλό σας Άγγελο!… Εξηγηθείτε, σας παρακαλώ… Κριστίν. Άλλοι μπορεί να ξεγελάστηκαν… όχι όμως κι εγώ… Τι κωμωδία είναι αυτή, τι είναι όλη αυτή η ιστορία;…»