Η Κριστίν σήκωσε τη μάσκα της και πολύ απλά είπε:
«Πρόκειται, φίλε μου, για τραγωδία…»
Ο Ραούλ είδε το πρόσωπο της και τα 'χάσε. Τα λαμπερά χρώματα που είχε άλλοτε είχαν εξαφανιστεί. Μια θανάσιμη χλομάδα απλωνόταν στα χαρακτηριστικά της, που τα θυμόταν τόσο γοητευτικά και τόσο γλυκά, αντανακλάσεις της ειρηνικής χάρης μιας ήσυχης συνείδησης. Πόσο βασανισμένα έμοιαζαν τώρα! Τα σημάδια του πόνου είχαν χαραχτεί αλύπητα στο πρόσωπό της και τα όμορφα γαλανά της μάτια, που άλλοτε ήταν καθαρά σαν τις λίμνες που χρησίμευαν για μάτια στη μικρή Λότε, εκείνη τη βραδιά, είχαν μια βαθιά σκοτεινιά, ήταν μυστηριώδη κι ανεξερεύνητα· κυκλωμένα από μια τρομαχτικά θλιβερή σκιά.
«Καλή μου! καλή μου φίλη!» αναστέναξε απλώνοντας τα χέρια του… «μου υποσχεθήκατε πως θα με συγχωρέσετε…»
«Ίσως… ίσως κάποια μέρα…» είπε ξαναβάζοντας τη μάσκα της κι έφυγε, απαγορεύοντας του να την ακολουθήσει…
Θέλησε να ριχτεί ξοπίσω της, εκείνη όμως στράφηκε προς το μέρος του επαναλαμβάνοντας με τέτοια αυταρχικότητα την απαγορευτική της κίνηση ώστε δεν τόλμησε να κάνει βήμα.
Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν… Μετά, επέστρεψε κι αυτός στο πλήθος και δίχως να καταλαβαίνει καλά καλά τι κάνει, με τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν και την καρδιά ραγισμένη, ρωτούσε, διασχίζοντας την αίθουσα, μήπως είδαν τον κόκκινο Θάνατο. «Ποιος είναι αυτός ο κόκκινος Θάνατος;» τον ρωτούσαν κι αυτός απαντούσε: «Είναι ένας μεταμφιεσμένος κύριος με μια νεκροκεφαλή και μια τεράστια κόκκινη μπέρτα». Τότε όλοι του 'λεγαν πως ο κόκκινος Θάνατος μόλις είχε περάσει από κει σέρνοντας το βασιλικό του μανδύα. Όμως, αυτός, δεν τον συνάντησε πουθενά. Τέλος, κατά τις δύο το πρωί επέστρεψε στο διάδρομο που οδηγούσε στο καμαρίνι της Κριστίν Ντααέ.
Τα βήματά του τον οδήγησαν στον τόπο όπου είχαν αρχίσει τα βάσανά του. Χτύπησε την πόρτα. Κανείς δεν του απάντησε. Μπήκε όπως και την άλλη φορά, τότε που αναζητούσε παντού την αντρική φωνή. Το καμαρίνι ήταν άδειο. Μια λάμπα γκαζιού ήταν αναμμένη. Πάνω σ' ένα μικρό γραφείο υπήρχε χαρτί αλληλογραφίας. Σκέφτηκε να γράψει στην Κριστίν, όμως εκείνη την ώρα ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο… Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί στο μπουντουάρ που χωριζόταν απ' το καμαρίνι μόνο με μια κουρτίνα. Ένα χέρι έσπρωξε την πόρτα. Ήταν η Κριστίν!
Κράτησε την ανάσα του. Ήθελε να δει! Ήθελε να μάθει!… Κάτι του 'λεγε πως επρόκειτο να παρακολουθήσει ένα μέρος απ' το μυστήριο και πως ίσως επιτέλους κάτι θα 'ρχιζε να καταλαβαίνει.
Η Κριστίν μπήκε μέσα. Έβγαλε με μια κουρασμένη κίνηση τη μάσκα της και την έριξε στο τραπέζι. Αναστέναξε, άφησε τ' όμορφο κεφάλι της να πέσει μέσ' στα χέρια της… Τι να σκεφτόταν άραγε;… Τον Ραούλ;… Όχι! Γιατί ο Ραούλ την άκουσε να μουρμουρίζει: «Καημένε Ερίκ!»
Στην αρχή νόμισε πως δεν άκουσε καλά. Άλλωστε, ήταν πεισμένος πως αν έπρεπε να λυπηθεί για κάποιον, αυτός δε θα 'ταν άλλος απ' τον Ραούλ. Τι το πιο φυσικό από το ν' αναστέναζε και να 'λεγε «Καημένε Ραούλ!». Όμως, εκείνη επανέλαβε κουνώντας το κεφάλι: «Καημένε Ερίκ!». Μα τι δουλειά είχε αυτός ο Ερίκ μέσ' στους αναστεναγμούς της Κριστίν και γιατί η μικρή νεράιδα του Βορρά λυπόταν για τον Ερίκ, την ώρα που ο Ραούλ ήταν ο τόσο δυστυχισμένος.
Η Κριστίν άρχισε να γράφει: βαριά, ήσυχα, τόσο ήρεμα που ο Ραούλ, ο οποίος ακόμη έτρεμε από το δράμα που τους χώριζε, εντυπωσιάστηκε.
«Τι ψυχραιμία!» αναλογίστηκε… Συνέχιζε να γράφει ήρεμα γεμίζοντας μια, δυο, τρεις, τέσσερις σελίδες. Ξαφνικά, γύρισε πίσω το κεφάλι της κι έκρυψε βιαστικά τα φύλλα στον κόρφο της… Έμοιαζε ν' αφουγκράζεται… Ο Ραούλ αφουγκράστηκε κι αυτός… Από πού ερχόταν άραγε αυτός ο περίεργος θόρυβος; Αυτός ο απόμακρος ρυθμός; Ένα υπόκωφο τραγούδι έμοιαζε να βγαίνει απ' τους τοίχους!… Μα ναι! Θα 'λεγε κανείς πως οι τοίχοι τραγουδούσαν!… Το τραγούδι όσο πήγαινε γινόταν καθαρότερο… ακουγόταν ολοένα και καθαρότερα… ξεχώριζαν και τα λόγια…ξεχώριζε και μια φωνή… μια πολύ ωραία, πολύ γλυκιά και γοητευτική φωνή… παρ' όλη τη γλυκύτητα όμως ήταν μια φωνή βαριά, μια φωνή αντρική… Η φωνή ολοένα και πλησίαζε… πέρασε τους τοίχους… έφτασε…και τώρα πια η φωνή ήταν μέσα στο δωμάτιο, μπροστά στην Κριστίν. Η Κριστίν σηκώθηκε και άρχισε να μιλά στη φωνή λες και μιλούσε σε κάποιον που βρισκόταν δίπλα της.