Выбрать главу

«Ποιος είναι;»

Όμως κανένας δεν απάντησε.

Τότε, καθώς ένιωθε όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω της, να παρακολουθούν την παραμικρότερη κίνηση της, προσπάθησε να φανεί θαρραλέα και είπε πολύ δυνατά:

«Είναι κανείς πίσω απ' την πόρτα;»

«Ω! ναι! ναι! φυσικά και υπάρχει κάποιος πίσω απ' την πόρτα!» επανέλαβε αυτό το μικρό, ζαρωμένο δαμάσκηνο, η Μεγκ Ζιρί, που συγκρατούσε ηρωικά τη Σορέλι από την αέρινη φούστα της… «Μην ανοίξετε! Προς Θεού! Μην ανοίξετε την πόρτα!»

Όμως η Σορέλι, η οποία ήταν οπλισμένη μ' ένα στιλέτο που δεν την εγκατέλειπε ποτέ, τόλμησε να ξεκλειδώσει και ν' ανοίξει την πόρτα, ενώ οι χορεύτριες τραβιόντουσαν προς τα πίσω και η Μεγκ Ζιρί αναστέναζε:

«Μαμά μου! Μαμά μου!»

Η Σορέλι κοίταξε θαρραλέα στο διάδρομο. Ήταν έρημος. Μια πεταλούδα της νύχτας, φυλακισμένη στο γυαλί της λάμπας, έριχνε μια περίεργη κόκκινη ανταύγεια μέσα στα σκοτάδια, δίχως να κατορθώνει να τα διαλύσει. Η χορεύτρια ξανάκλεισε γρήγορα την πόρτα αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Όχι», είπε, «δεν υπάρχει κανείς!»

«Και όμως. Τον είδαμε!» είπε η μικρή Τζέημς, πλησιάζοντας με μικρά φοβισμένα βήματα τη Σορέλι. «Κάπου εκεί πρέπει νάναι και να περιφέρεται. Εγώ πάντως δε γυρνάω πίσω να ντυθώ. Καλύτερα θάναι να κατέβουμε αμέσως στο φουαγιέ όλες μαζί, για τα “συγχαρητήρια” και να γυρίσουμε πίσω όλες μαζί».

Σ' αυτό το σημείο, το κορίτσι άγγιξε ευλαβικά το κοράλι που 'χε πάντα πάνω της, για να ξορκίσει το κακό και η Σορέλι, στα κρυφά, προσέχοντας να μην τη δει κανείς, έκανε με το ρόδινο νύχι του δεξιού της αντίχειρα, πάνω στο ξύλινο δαχτυλίδι που έζωνε τον παράμεσο του αριστερού της χεριού, το σχήμα του σταυρού του Αγίου Ανδρέα.

«Η Σορέλι», είχε γράψει ένας διάσημος χρονογράφος, «είναι μια χορεύτρια ψηλή, όμορφη, μ' ένα πρόσωπο βαθυστόχαστο και φιλήδονο, μ' ένα σώμα ευλύγιστο σαν κλαρί ιτιάς. Συνήθως λένε γι' αυτήν, πως είναι ένα “όμορφο πλάσμα”. Τα ξανθά χρυσαφένια μαλλιά της πλαισιώνουν ένα καθαρό μέτωπο, που κάτω του βρίσκονται δυο σμαραγδένια μάτια. Το κεφάλι της κινείται μαλακά, σαν το κεφάλι ενός ερωδιού, πάνω σ' ένα μακρύ, κομψό και περήφανο λαιμό. Όταν χορεύει, κινεί τους γοφούς της μ' έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο, που είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς και που χαρίζει στο κορμί της μιαν ανείπωτα αισθησιακή κίνηση. Όταν υψώνει τα χέρια της και συσπειρώνεται για να κάνει μια πιρουέτα, αναδεικνύοντας έτσι το σχήμα του κορμιού της, και όταν η κλίση του σώματος της προβάλλει το γοφό αυτής της υπέροχης γυναίκας, τότε βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια εικόνα που η θέα της σε κάνει να θες να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα».

Μια που μιλάμε για μυαλά, φαίνεται πως δε διαθέτει καθόλου. Όμως, κανένας δεν την κατηγορεί γι' αυτό.

Η Σορέλι λέει στις μικρές χορεύτριες:

«Παιδιά μου, πρέπει να “συνέλθετε”… Για ποιο φάντασμα μιλάτε; Κανείς ποτέ δεν είδε αυτό το φάντασμα!…»

«Μα όχι! Το είδαμε… το είδαμε μόλις τώρα!» λένε οι μικρές. «Είχε μια νεκροκεφαλή και τα μαύρα ρούχα που φορούσε όταν τον είδε ο Ζοζέφ Μπικέ!»

«Και ο Γκαμπριέλ το είδε… χτες… χτες τ' απόγευμα… στο φως της μέρας…»

«Ο Γκαμπριέλ, ο δάσκαλος του τραγουδιού;»

«Ναι, βέβαια… δεν το ξέρατε;»

«Και φορούσε τη φορεσιά του μέρα μεσημέρι;»

«Ποιος; Ο Γκαμπριέλ;»

«Μα όχι! Το φάντασμα…»

«Φυσικά και φορούσε τη φορεσιά του!» είπε η Τζέημς. «Μου το 'πε ο Γκαμπριέλ… Άλλωστε, έτσι τον αναγνώρισε. Να τι έγινε. Ο Γκαμπριέλ βρισκόταν στο γραφείο του διαχειριστή. Ξάφνου, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Πέρσης. Εσείς ξέρετε τι μάτι έχει ο Πέρσης…»

«Ω ναι!» απάντησαν εν χορώ οι μικρές χορεύτριες που μόλις άκουσαν τ' όνομα του Πέρση έκαναν με τις παλάμες τους το σημάδι του κερατά, τεντώνοντας μπροστά το δείκτη και το μικρό δάχτυλο.

«…Και όλοι ξέρουμε πόσο προληπτικός είναι ο Γκαμπριέλ!» συνέχισε η Τζέημς· «πάντως, είναι πάντα πολύ ευγενικός και όποτε βλέπει τον Πέρση αρκείται στο να βάζει ήσυχα ήσυχα το χέρι στην τσέπη και ν' αγγίζει τα κλειδιά του… Έτσι λοιπόν, μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Πέρσης, ο Γκαμπριέλ έδωσε ένα πήδο και βρέθηκε δίπλα στην κλειδαριά του ντουλαπιού για να πιάσει σίδερο! Πάνω στη φούρια του έσκισε σε μια πρόκα το παλτό του. Μετά, καθώς έβγαινε βιαστικός, έπεσε πάνω στην κρεμάστρα κι έκανε ένα τεράστιο καρούμπαλο. Ύστερα, οπισθοχωρώντας απότομα, έγδαρε το χέρι του στο παραβάν πούταν κοντά στο πιάνο. Θέλησε ν' ακουμπήσει στο πιάνο, αλλά οι κινήσεις του ήταν τόσο αδέξιες που το σκέπασμα έπεσε πάνω στα. χέρια του και του 'σπασε τα δάχτυλα. Σαν τρελός, έδωσε μια και βρέθηκε έξω απ' το γραφείο. Τέλος, κατέβηκε τα σκαλιά τόσο βιαστικά που γλίστρησε και κατρακύλησε μέχρι το πρώτο πάτωμα. Εκείνη την ώρα περνούσα από κει με τη μαμά μου και τον είδα. Τρέξαμε προς το μέρος του για να τον βοηθήσουμε να σηκωθεί. Ήταν καταχτυπημένος, το πρόσωπο του ήταν ματωμένο. Φοβηθήκαμε. Όμως, ευτυχώς, δεν άργησε να χαμογελάσει λέγοντάς μας: “Ευχαριστώ Θεέ μου που τη γλίτωσα τόσο φτηνά!” Τότε τον ρωτήσαμε τι του συνέβη και μας είπε την αιτία του φόβου του. Φοβήθηκε, γιατί πίσω απ' την πλάτη του Πέρση είχε δει το φάντασμα! Το φάντασμα με τη νεκροκεφαλή, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Ζοζέφ Μπικέ».