«Να 'μαι Ερίκ», είπε, «είμαι έτοιμη. Τελικά, εσείς καθυστερήσατε φίλε μου».
Ο Ραούλ, που κοιτούσε προσεχτικά, πίσω απ' την κουρτίνα του, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, που έτσι κι αλλιώς δεν του έδειχναν τίποτε.
Η φυσιογνωμία της Κριστίν φωτίστηκε. Ένα ωραίο χαμόγελο στάθηκε στα άχρωμα χείλια της. Ένα χαμόγελο σαν κι αυτό που έχουν όσοι αναρρώνουν μετά από μεγάλη αρρώστια κι αρχίζουν να ελπίζουν ξανά στη ζωή.
Η ασώματη φωνή ξανάρχισε να τραγουδά. Σίγουρα, ο Ραούλ ποτέ δεν είχε ξανακούσει τίποτα παρόμοιο. Ήταν μια φωνή που συνένωνε, σε μια μοναδική στιγμή, με μια μοναδική πνοή, ολότελα διαφορετικά πράγματα: την πλατιά κι ηρωική γλυκύτητα και το νικηφόρο ενθουσιασμό. Τη μεγαλύτερη απαλότητα μέσα στη δύναμη· τη μεγαλύτερη δύναμη μέσ' στην απαλότητα και το θρίαμβο. Σ' αυτήν τη φωνή υπήρχαν κορυφαίες στιγμές που το άκουσμά τους ήταν ικανό ν' «απογειώσει» τους θνητούς που αισθάνονται, αγαπούν και καταλαβαίνουν τη μουσική. Σ' αυτήν τη φωνή υπήρχε μια ήσυχη και καθάρια πηγή αρμονίας απ' όπου οι πιστοί μπορούσαν να ξεδιψάσουν, σίγουροι πως κοινωνούν τη μουσική χάρη. Ο Ραούλ άκουγε τη φωνή συνεπαρμένος. Άρχιζε να καταλαβαίνει το πώς η Κριστίν Ντααέ μπόρεσε να εμφανιστεί εκείνο το βράδυ στο έκπληκτο κοινό, τραγουδώντας με μιαν άγνωστη ως τότε ομορφιά, προκαλώντας συναισθήματα πέρα απ' τ' ανθρώπινα. Δίχως αμφιβολία, θα πρέπει να βρισκόταν ακόμη κάτω από την επήρεια αυτού του μυστηριώδους αόρατου δασκάλου! Καταλάβαινε ακόμη καλύτερα τούτο το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, ακούγοντας αυτή την εξαίσια φωνή να τραγουδά μια εντελώς απλή μελωδία. Η φωνή, με το τίποτα, θαυματουργούσε! Η κοινοτυπία των στίχων και η εύκολη, σχεδόν χυδαία, μελωδία είχαν ολότελα μεταμορφωθεί απ' αυτήν την πνοή που ανύψωνε, στίχους και μουσική, αγγίζοντας με τα φτερά του πάθους τους ουρανούς. Γιατί, αυτή η φωνή μπορούσε να δοξάσει και να εξαγνίσει ακόμα κι ένα ασεβές τραγούδι.
Αυτή η φωνή τραγουδούσε «τη νύχτα του Υμεναίου», από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Ο Ραούλ είδε την Κριστίν ν' απλώνει τα χέρια προς τη φωνή, όπως είχε κάνει και τότε στο νεκροταφείο του Περός όταν άπλωσε τα χέρια της προς το αόρατο βιολί που έπαιζε την «Ανάσταση του Λαζάρου»…
Τίποτα δεν είναι σε θέση να εκφράσει το πάθος με το οποίο η φωνή έλεγε:
Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!
Ο Ραούλ ένιωθε την καρδιά του χίλια κομμάτια, καθώς πάλευε με τη γοητεία που ασκούσε πάνω του η φωνή που έμοιαζε να του παίρνει όλη του τη θέληση κι ενεργητικότητα και να του στερεί την πνευματική του διαύγεια, τη στιγμή ακριβώς που του ήταν περισσότερο απαραίτητη. Κατάφερε τελικά να τραβήξει την κουρτίνα που τον έκρυβε και να προχωρήσει προς την Κριστίν. Εκείνη, την ώρα αυτή, προχωρούσε προς το βάθος του δωματίου. Όλος ο τοίχος ήταν καλυμμένος από ένα μεγάλο καθρέφτη που αντανακλούσε την εικόνα της. Δεν μπορούσε να τον δει, γιατί βρισκόταν ακριβώς πίσω της, έτσι που η φιγούρα της τον κάλυπτε εντελώς.
Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!…
Η Κριστίν εξακολουθούσε πάντα να βαδίζει προς την εικόνα της και η εικόνα της ερχόταν προς αυτήν. Οι δυο Κριστίν σώμα και εικόνα άγγιξαν στο τέλος ή μια την άλλη, έγιναν ένα κι ο Ραούλ άπλωσε το χέρι λες για ν' αδράξει με μια του κίνηση και τις δυο.
Όμως, σαν από κάποιο εκθαμβωτικό θαύμα, ένιωσε κάτι να τον συγκλονίζει. Ο Ραούλ βρέθηκε στην άλλη γωνιά του δωματίου, ενώ ένας παγωμένος αέρας του χτυπούσε το πρόσωπο. Δεν έβλεπε πια δυο, αλλά τέσσερις, οχτώ, είκοσι Κριστίν που στριφογύριζαν πανάλαφρες γύρω του, που τον κορόιδευαν και που μόλις πήγαινε να τις αγγίξει εξαφανίζονταν. Τελικά, όλα ακινητοποιήθηκαν ξανά και τότε είδε στον καθρέφτη τον εαυτό του. Η Κριστίν είχε εξαφανιστεί.
Προχώρησε γρήγορα προς τον καθρέφτη. Ακούμπησε στους τοίχους. Κανείς! Κι ωστόσο, στο καμαρίνι αντηχούσε ακόμη ένας μακρινός παθιασμένος ρυθμός:
Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!…
Πίεσε με τα χέρια του το ιδρωμένο του μέτωπο, ψηλάφισε το δέρμα του που 'χε ανατριχιάσει, ψηλάφισε το ημίφως, ύψωσε τη φλόγα της λάμπας. Ήταν σίγουρος πως δεν ονειρευόταν. Βρισκόταν μέσα σ' ένα εκπληκτικό φυσικό και ηθικό παιχνίδι. Σ' ένα παιχνίδι που δεν ήξερε κανένα του κανόνα και που μπορούσε να τον συντρίψει. Αισθανόταν κάπως σαν ένας πρίγκιπας που του αρέσουν οι περιπέτειες και που είχε διαβεί τα απαγορευμένα όρια κάποιου νεραϊδοπαραμυθιού. Τώρα πια θα πρέπει όλα να τα περιμένει. Δεν πρέπει να παραξενευτεί αν δει τον εαυτό του να γίνεται θύμα μαγικών φαινομένων αφού, άθελά του, τα είχε προκαλέσει ο ίδιος, με τον έρωτα του…