Выбрать главу

«Θέε μου!» φώναξε, με κομμένη την ανάσα η καλή κι αφελής γριούλα. «Κριστίν, πρέπει να μου τα πεις όλα! Μα, γιατί δε μου 'χεις πει τίποτα: Γιατί μ' άφηνες να κοιμάμαι ήσυχη; Αλλά για ποιον κίνδυνο πρόκειται κύριε ντε Σανιύ;»

«Ένας απατεώνας προσπαθεί να κοροϊδέψει και να εκμεταλλευτεί την κόρη σας!»

«Ο Άγγελος της μουσικής είναι ένας απατεώνας;»

«Σας είπε και μόνη της πως δεν υπάρχει Άγγελος της μουσικής!»

«Μα τότε; για όνομα του Θεού! Τι υπάρχει τότε;»

είπε απελπισμένα κι αδύναμα η μαμά-Βαλέριους. «Πείτε μου επιτέλους! Θα με πεθάνετε!»

«Κυρία μου, αυτό που υπάρχει γύρω μας, γύρω σας, γύρω απ' την Κριστίν είναι ένα γήινο μυστήριο πολύ φοβερότερο απ' όλα τα φαντάσματα κι απ' όλα τα πνεύματα!»

Η μαμά-Βαλέριους έστρεψε το τρομοκρατημένο της πρόσωπο προς την Κριστίν. Εκείνη, είχε κιόλας πλησιάσει τη θετή της μητέρα και την έσφιγγε στην αγκαλιά της:

«Μην τον πιστεύεις, καλή μου μητέρα…, μην τον πιστεύεις», επαναλάμβανε… προσπαθώντας με τα χάδια της να την παρηγορήσει, γιατί η ηλικιωμένη γυναίκα έκλαιγε με λυγμούς που σου σπάραζαν την καρδιά.

«Τότε, πες μου πως δε θα μ' εγκαταλείψεις ποτέ πια», την ικέτευσε η χήρα του καθηγητή.

Η Κριστίν δεν είπε τίποτα κι ο Ραούλ συνέχισε:

«Να τι πρέπει να κάνετε Κριστίν, να υποσχεθείτε στη μητέρα σας πως ποτέ πια δε θα εξαφανιστείτε μ' αυτόν τον τρόπο… Είναι το μόνο που μπορεί να μας καθησυχάσει… Μπορούμε να σας υποσχεθούμε πως δε θα σας ρωτήσουμε ποτέ πια, τίποτε, αν και σεις μας υποσχεθείτε πως θα ξέρουμε πάντα πού βρίσκεστε…»

«Εγώ δε σας ζητώ να μου υποσχεθείτε τίποτα και δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ τίποτα!» είπε περήφανα η κοπέλα. «Είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, κύριε ντε Σανιύ. Δεν έχετε κανένα απολύτως δικαίωμα να ελέγχετε τις πράξεις μου και θα σας παρακαλούσα να με απαλλάξετε από το ενδιαφέρον σας! Όσο για το τι έκανα τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες, μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα είχε το δικαίωμα να το μάθει: ο άντρας μου! Μόνο, που εγώ δεν έχω άντρα κι ούτε πρόκειται ποτέ να παντρευτώ!»

Αφού τα είπε όλ' αυτά με μεγάλη ένταση, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του Ραούλ δίνοντας μεγαλύτερη επισημότητα σε όσα είπε. Ο Ραούλ χλόμιασε· όχι μόνο εξαιτίας των όσων είπε η Κριστίν αλλά και γιατί διέκρινε στο δάχτυλο της ένα χρυσό δαχτυλίδι.

«Δεν έχετε σύζυγο κι ωστόσο φοράτε μια βέρα».

Θέλησε να της πιάσει το χέρι αλλά η Κριστίν το τράβηξε βιαστικά.

«Είναι δώρο!» είπε κοκκινίζοντας και προσπαθώντας μάταια να κρύψει την αμηχανία της.

«Κριστίν! Αφού δεν έχετε σύζυγο, τότε το δαχτυλίδι αυτό δεν μπορεί παρά να σας το χάρισε κάποιος που ελπίζει να γίνει σύζυγος σας. Γιατί μας κοροϊδεύετε; Γιατί με βασανίζετε; Αυτό το δαχτυλίδι είναι μια υπόσχεση! κι αυτή η υπόσχεση έγινε αποδεκτή!»

«Αυτό της είπα κι εγώ!» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα.

«Και τι σας απάντησε, κυρία μου;»

«Ό,τι ήθελα απάντησα», φώναξε η Κριστίν απελπισμένη. «Δε νομίζετε κύριε, πώς παρατράβηξε αυτή η ανάκριση;… Όσο για μένα…»

Ο Ραούλ, πολύ συγκινημένος, φοβήθηκε πως θα του 'λεγε κάτι που θα σήμαινε τελειωτική διακοπή των σχέσεών τους. Τη διέκοψε:

«Συγχωρείστε με, δεσποινίς που σας μίλησα μ' αυτόν τον τρόπο… Ξέρετε πολύ καλά τι είναι αυτό που με κάνει να συμπεριφέρομαι έτσι, που με κάνει να μπερδεύομαι σε πράγματα που δε με αφορούν! Αφήστε με όμως να σας πω τι είδα… και πιστέψτε με Κριστίν, έχω δει πολλύ περισσότερα απ' ό,τι νομίζετε…ή, τέλος πάντων, νομίζω πως έχω δει, γιατί, μα την αλήθεια, αυτό που μου συνέβη με κάνει ν' αμφιβάλλω για τα ίδια μου τα μάτια…»

«Τι είδατε λοιπόν, κύριε, ή έστω, τι νομίσατε ότι είδατε;»

«Είδα την έκσταση σας στο άκουσμα του ήχου της φωνής, Κριστίν! της φωνής που ερχόταν, έβγαινε απ' τον τοίχο, ή από κάποιο καμαρίνι ή από κάποιον άλλον διπλανό χώρο… ναι… την έκσταση σας!…

«Κι αυτό, είναι κάτι που πραγματικά με εκπλήσσει!… Βρίσκεστε κάτω από μια πολύ επικίνδυνη επιρροή. Αυτή η φωνή σας έχει σαγηνεύσει επικίνδυνα!… Φαίνεται όμως πως, παρ' όλη τη γοητεία, και σεις τελικά αντιληφθήκατε την απάτη, γιατί σήμερα μας είπατε πως δεν υπάρχει Άγγελος της μουσικής… Τότε λοιπόν Κριστίν, γιατί τον ακολουθήσατε ξανά; Γιατί σηκωθήκατε λαμποκοπώντας ολόκληρη σαν ν' ακούσατε πραγματικά αγγέλους;… Α!… αυτή η φωνή είναι πολύ επικίνδυνη, Κριστίν. Ακόμη και γω ο ίδιος όσο την άκουγα είχα παρασυρθεί σε τέτοιο βαθμό που σας είδα να εξαφανίζεστε μπρος στα μάτια μου δίχως να μπορώ να καταλάβω πώς!… Κριστίν! Κριστίν! Για όνομα του Θεού… Στ' όνομα του πατέρα σας, που βρίσκεται στον ουρανό και που τόσο σας αγαπούσε, που αγαπούσε και μένα, Κριστίν, πείτε μας, για το καλό σας, για το καλό όλων μας, σε ποιον ανήκει αυτή η φωνή! Εμείς θα σας σώσουμε ακόμη και παρά τη θέληση σας!… Ελάτε, Κριστίν! Πείτε μας το όνομα αυτού του ανθρώπου… Αυτού του ανθρώπου που είχε το θράσος να σας χαρίσει μια βέρα!».