Выбрать главу

«Κύριε ντε Σανιύ», δήλωσε ψυχρά η κοπέλα «δεν πρόκειται να το μάθετε ποτέ!…»

Εκείνη τη στιγμή, άκουσαν τη διαπερχστική φωνή της μαμά — Βαλέριους που ξάφνου, βλέποντας την εχθρότητα της Κριστίν προς τον υποκόμη, πήρε το μέρος της.

«Κύριε υποκόμη, αν η Κριστίν αγαπά αυτόν τον άνθρωπο, αυτό είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, κάτι που δε σας αφορά!»

«Αλίμονο, κυρία…» συνέχισε ταπεινά ο Ραούλ, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του… «Αλίμονο! Πραγματικά πιστεύω πως η Κριστίν τον αγαπά… Όλα αυτό δείχνουν. Όμως δεν είναι μόνο αυτό που με απελπίζει… αυτό που πάνω απ' όλα με φοβίζει και μ' απελπίζει είναι πως αυτός ο άνθρωπος που αγαπά η Κριστίν δεν είναι καθόλου άξιος για την αγάπη της!»

«Αυτό μόνον εγώ μπορώ να το κρίνω, κύριε!» είπε η Κριστίν κοιτώντας τον Ραούλ κατάματα και δείχνοντας του το οργισμένο της πρόσωπο.

«Όταν κάποιος, για να γοητεύσει μια νέα κοπέλα», συνέχισε ο Ραούλ νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, «χρησιμοποιεί τόσο ρομαντικά μέσα…»

«Τότε, ή αυτός θα είναι ένας άθλιος ή η κοπέλα ηλίθια!… Αυτό δε θέλετε να πείτε;…»

«Κριστίν!»

«Ραούλ, γιατί καταδικάζετε έναν άνθρωπο που δεν έχετε δει ποτέ, που κανείς δεν ξέρει, που δε γνωρίζετε απολύτως τίποτα γι' αυτόν;…»

«Όχι, Κριστίν… όχι… Ξέρω… τουλάχιστον ξέρω τ' όνομά του που δε θέλετε να μου αποκαλύψετε… Ο Άγγελος σας δεσποινίς, ονομάζεται Ερίκ!…»

Η Κριστίν προδόθηκε. Έγινε κάτασπρη σαν χαρτί. Είπε τραυλίζοντας σχεδόν:

«Ποιος σας το είπε;»

«Εσείς η ίδια!»

«Πώς είναι δυνατόν;»

«Χτες το βράδυ, όταν τον σκεφτόσασταν και λυπόσασταν γι' αυτόν, το βράδυ του χορού. Μόλις μπήκατε στο καμαρίνι σας είπατε «Καημένε Ερίκ!». Κι όμως Κριστίν, κάπου εκεί υπήρχε ένας καημένος Ραούλ, ο καημένος ο Ραούλ που άκουσε τι είπατε».

«Είναι η δεύτερη φορά που κρυφακούτε, κύριε ντε Σανιύ!»

«Δεν ήμουν πίσω απ' την πόρτα. Ήμουν μέσ' στο καμαρίνι! Ήμουν στο μπουντουάρ σας, δεσποινίς».

«Δυστυχισμένε!» αναστέναξε η κοπέλα που το πρόσωπο της είχε αλλοιωθεί από ανείπωτο τρόμο… «Δυστυχισμένε! Θέλετε λοιπόν να σας σκοτώσουν;»

«Ίσως!»

Ο Ραούλ πρόφερε αυτό το «ίσως» με τόση αγάπη κι απελπισία που η Κριστίν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα λυγμό.

Τότε πήρε τα χέρια του στα δικά της και τον κοίταξε με όλη την αγνή, βαθιά τρυφερότητα που ένιωθε γι' αυτόν κι ο νέος άντρας, κάτω απ' αυτό της το βλέμμα, αισθάνθηκε κιόλας τον πόνο του να λιγοστεύει.

«Αυτό το μυστήριο είναι λοιπόν τόσο τρομερό;» «Δεν υπάρχει τρομερότερο στον κόσμο όλο!»

Η σιωπή έπεσε βαριά ανάμεσά τους. Ο Ραούλ ήταν εξαντλημένος.

«Ορκιστείτε μου πως δε θα κάνετε τίποτα για να “μάθετε”», επέμεινε η Κριστίν… «Ορκιστείτε μου πως αν εγώ δε σας καλέσω, δε θα ξαναμπείτε ποτέ πια στο καμαρίνι μου…»

«Μου υπόσχεστε όμως πώς θα με καλέσετε;».

«Σας το υπόσχομαι».

«Πότε;»

«Αύριο».

«Τότε σας ορκίζομαι να κάνω ό,τι θέλετε!»

Αυτά ήταν τα τελευταία τους λόγια.

Της φίλησε τα χέρια κι έφυγε βλαστημώντας τον Ερίκ και δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του πως θα κάνει υπομονή.

12

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΠΑΚΤΕΣ

ΤΗΝ επομένη την ξαναείδε στην Όπερα. Φορούσε πάντα τη χρυσή βέρα. Ήταν γλυκιά και καλή. Τον ρώτησε για τα σχέδιά του, για το μέλλον του, για την καριέρα του.

Της είπε πως η αναχώρηση της ομάδας για την εξερεύνηση του Πόλου επισπεύτηκε κι έτσι, σε τρεις βδομάδες, το πολύ σ' ένα μήνα, θα έφευγε απ' το Παρίσι.

Του είπε, σχεδόν χαρούμενα, πως πρέπει να σκέφτεται αυτό το ταξίδι με αισιοδοξία, σαν ένα στάδιο της μελλοντικής του δόξας. Καθώς αυτός της απάντησε πως, μια δόξα στερημένη από αγάπη κι έρωτα ήταν κάτι ανίκανο να τον γοητεύσει, εκείνη τον αντιμετώπισε σαν ένα παιδί που δεν μπορεί παρά να 'χει πρόσκαιρες μόνο στενοχώριες.

Τότε εκείνος της είπε:

«Μα, πώς είναι δυνατόν, Κριστίν, ν' αντιμετωπίζετε τόσο επιπόλαια τόσο σοβαρά πράγματα. Το ξέρετε πως μπορεί να μην ειδωθούμε ποτέ πια;… Μπορεί να πεθάνω σ' αυτήν την αποστολή!…»

«Και γω το ίδιο», του είπε απλά…

Δε χαμογελούσε πια, δεν αστειευόταν. Έμοιαζε ν' αναλογίζεται ένα καινούργιο ενδεχόμενο, κάτι που πρώτη φορά περνούσε απ' το νου της. Το βλέμμα της ήταν φλογισμένο.

«Πού τρέχει ο λογισμός σας, Κριστίν;»

«Συλλογίζομαι πως πραγματικά, ίσως αυτή νάναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε».

«Κι αυτό σας κάνει να 'χετε ένα τόσο λαμπερό βλέμμα;»

«Και πως ίσως, σ' ένα μήνα από σήμερα, θα πρέπει να πούμε αντίο για πάντα!…»