Выбрать главу

«Εκτός, Κριστίν, εκτός κι αν ορκιστούμε πίστη ο ένας στον άλλον και πως θα περιμένουμε ο ένας τον άλλον για πάντα!…»

Ακούμπησε την παλάμη της στο στόμα του:

«Σωπάστε, Ραούλ! Μη λέτε τίποτα!… Δεν πρόκειται γι' αυτό… το ξέρετε καλά!… και ξέρετε ακόμα πως δεν πρόκειται να παντρευτούμε ποτέ… ποτέ!»

Έμοιαζε να φοβάται την αίσθηση μιας τόσο μεγάλης χαράς. Χτύπησε τα χέρια της με παιδική ανεμελιά… Ο Ραούλ την κοίταξε ανήσυχος, δίχως να καταλαβαίνει.

«Αλλά… αλλά…» πρόσθεσε απλώνοντας τα χέρια της στο νέο άντρα, ή μάλλον δίνοντάς του τα, λες και ξαφνικά πήρε την απόφαση να του κάνει ένα δώρο. «Αν δεν μπορούμε να παντρευτούμε, μπορούμε… μπορούμε ν' αρραβωνιαστούμε!… Κανείς δε θα το μάθει! Θα 'ναι το μυστικό μας!… Έχουν γίνει κι άλλοτε μυστικοί γάμοι!… Γιατί όχι και μυστικοί αρραβώνες;… Είμαστε αρραβωνιασμένοι, φίλε μου… για ένα μήνα… Σ' ένα μήνα, εσείς θα φύγετε και γω θα 'μαι ευτυχισμένη έχοντας την ανάμνηση αυτού του μήνα για όλη μου τη ζωή!…»

Ήταν ενθουσιασμένη με την ιδέα της… Σοβαρεύτηκε ξανά.

«Αυτή», είπε, «θάναι μια ευτυχία που δε θα κάνει κακό σε κανένα».

Ο Ραούλ κατάλαβε. Είχε κιόλας βυθιστεί σ' αυτήν την ιδέα. Θέλησε να την πραγματοποιήσει αμέσως: Γονάτισε μπρος στην Κριστίν ταπεινά, πολύ ταπεινά, και της είπε:

«Δεσποινίς, έχω την τιμή να ζητήσω το χέρι σας!»

«Μα, Ραούλ, έχετε κιόλας το χέρι μου… και τα δυο μου χέρια μάλιστα… αγαπημένε μου μνηστήρα… πολυαγαπημένε μου… Ω, Ραούλ πόσο ευτυχισμένοι θα 'μαστε αυτόν το μήνα!… Θα παίξουμε το μέλλοντα νεαρό σύζυγο και τη μέλλουσα νεαρή κυρία!…»

Ο Ραούλ αναλογιζόταν: Τι απερίσκεπτη που είναι! Μέσα σ' αυτόν το μήνα θα 'χω όλον τον καιρό να την κάνω να ξεχάσει ή ν' ανακαλύψω και να διαλύσω «το μυστήριο της αντρικής φωνής» και μετά απ' αυτόν το μήνα, η Κριστίν θα δεχτεί να γίνει γυναίκα μου. Στο μεταξύ, ας παίξουμε!

Ήταν το πιο ωραίο παιχνίδι του κόσμου όλου! Κι οι δυο τους σαν παιδιά, σαν παιδιά που ήταν, το ζούσαν μ' όλο τους το είναι. Α! Τι θαυμάσια πράγματα ειπώθηκαν μεταξύ τους! Πόσους όρκους αιώνιας αγάπης αντάλλαξαν! Η ιδέα πως μετά από ένα μήνα, στην πραγματικότητα δε θα υπήρχε κανείς για να τηρήσει αυτούς τους όρκους, τους βύθιζε σε μεγάλη ταραχή και σύγχυση απ' όπου αντλούσαν φριχτές ηδονές, ανάμεσα σε γέλια και σε δάκρυα. Έπαιζαν το παιχνίδι της καρδιάς όπως άλλοι παίζουν μπάλα. Μόνο που, καθώς στην πραγματικότητα ήταν οι δυο ευαίσθητες καρδιές τους που παίζαν σ' αυτό το παιχνίδι, χρειαζόταν νάναι πολύ επιδέξιοι για να καταφέρουν να το παίξουν και να τα βγάλουν πέρα δίχως να πληγωθούν: μια μέρα — ήταν η όγδοη μέρα του παιχνιδιού — η καρδιά του Ραούλ πληγώθηκε πολύ. Σταμάτησε το παιχνίδι λέγοντας: «Δεν πρόκειται να φύγω για το Βόρειο Πόλο».

Η Κριστίν, που αθώα καθώς ήταν, δεν είχε ποτέ σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, συνειδητοποίησε ξαφνικά τους κινδύνους του παιχνιδιού και κατηγόρησε τον εαυτό της. Δεν είπε τίποτα και γύρισε σπίτι της.

Αυτό έγινε το απόγευμα στο καμαρίνι της. Εκεί άλλωστε συναντιόντουσαν πάντα. Εκεί διασκέδαζαν μ' όλη τους την ψυχή απολαμβάνοντας μικρογραφίες δείπνων με τρία μπισκότα, δυο ποτήρια πορτό κι ένα μπουκέτο βιολέτες.

Το ίδιο βράδυ, εκείνη δεν τραγουδούσε κι αυτός δεν έλαβε το συνηθισμένο του γράμμα (είχαν συμφωνήσει πως μπορούσαν να γράφουν ο ένας στον άλλον καθημερινά, στη διάρκεια αυτού του μήνα). Το επόμενο πρωί ο Ραούλ έτρεξε στη μαμά-Βαλέριους που τον πληροφόρησε πως η Κριστίν θα έλειπε για δυο μέρες. Είχε φύγει το προηγούμενο βράδυ στις πέντε, λέγοντας πως θα επέστρεφε μεθαύριο. Ο Ραούλ ήταν αναστατωμένος. Μισούσε τη μαμά-Βαλέριους που του ανήγγειλε ένα τέτοιο νέο, με μια τόσο παροιμιώδη αταραξία. Προσπάθησε να την «ψαρέψει», αλλά η καλή γυναίκα φαίνεται πως δεν ήξερε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πει στον ξετρελαμένο άντρα:

«Είναι το μυστικό της Κριστίν!»

Και ύψωσε το δάχτυλο της σε μια κίνηση που από τη μια τον προέτρεπε νάναι διακριτικός κι από την άλλη τον καθησύχαζε.

«Α! πολύ καλά», φώναξε με κακία ο Ραούλ, κατεβαίνοντας τα σκαλιά σαν τρελός. «Πολύ καλά, λοιπόν!

Ωραία προφυλάσσονται τα νέα κορίτσια με κάτι μαμά-Βαλέριους σαν κι αυτή…»

Αλλά πού μπορεί να ήταν η Κριστίν;… Δυο μέρες… Δυο μέρες λιγότερες από την τόσο σύντομη ευτυχία τους! Αυτός έφταιγε! Δεν είχαν συμφωνήσει πώς θα 'φευγε;… Κι έστω, αν πραγματικά είχε αποφασίσει να μη φύγει, γιατί, διάολε, βιάστηκε τόσο να της το πει; Κατηγορούσε τον εαυτό του για την αδεξιότητά του και για σαρανταοχτώ ώρες ήταν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου! Μετά, η Κριστίν εμφανίστηκε ξανά.

Η επανεμφάνισή της ήταν θριαμβευτική. Επιτέλους, γνώρισε ξανά την επιτυχία της βραδιάς του γκαλά. Μετά την περιπέτεια με το «βάτραχο» η Καρλότα δεν ξανανέβηκε στη σκηνή. Ο φόβος για το ενδεχόμενο ενός καινούργιου κουάξ φώλιαζε στην καρδιά της στερώντας της όλες της τις δυνάμεις. Οι χώροι όπου συνέβη το φοβερό γεγονός, μάρτυρες της ακατανόητης ήττας της, της είχαν γίνει μισητοί. Βρήκε τρόπο να σπάσει το συμβόλαιό της. Αυτόματα, κάλεσαν την Ντααέ να την αντικαταστήσει.