Выбрать главу

Την εμφάνισή της στην Εβραία υποδέχτηκε ένα πραγματικό ντελίριο.

Ο υποκόμης, που κι αυτός είχε παρακολουθήσει την παράσταση, ήταν φυσικά ο μόνος που υπόφερε μ' αυτόν το νέο θρίαμβο: είχε δει πως η Κριστίν εξακολουθούσε να φορά τη χρυσή της βέρα. Μια μακρινή φωνή μουρμούριζε στ' αφτιά του νέου άντρα: «Απόψε φοράει τη χρυσή βέρα που αυτός της έδωσε· κι όχι μόνο: Απόψε η Κριστίν έδωσε ξανά την ψυχή της… σ' αυτόν… γι' αυτόν κι όχι για σένα».

Η φωνή τον καταδίωκε: «Αν αυτή δε θέλει να σου πει πού ήταν και τι έκανε τούτες τις δυο μέρες… αν αυτή θέλει να σου κρύψει την “κρυψώνα” της, τότε πρέπει να πας να ρωτήσεις τον Ερίκ!»

Έτρεξε στο πλατό. Στάθηκε μπροστά της. Τον είδε αμέσως, γιατί το βλέμμα της ήδη τον αναζητούσε. Του είπε: «Γρήγορα! Ελάτε γρήγορα!» και μ' αυτά τα λόγια τον παράσυρε στο καμαρίνι της δίχως να νοιάζεται για όλους τους θαυμαστές της νεανικής της δόξας, που μουρμούριζαν μπρος στην κλειστή της πόρτα: «Μα, πρόκειται για σκάνδαλο!»

Ο Ραούλ έπεσε αμέσως στα γόνατα, μπροστά της. Της ορκίστηκε πως θα φύγει και την ικέτευσε να μην αφαιρέσει από δω και μπρος ούτε μια ώρα από την ευτυχία που του είχε υποσχεθεί. Εκείνη άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν απ' τα μάτια της. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν δυο απελπισμένα αδέλφια που είχαν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο και που ξαναβρέθηκαν, για να κλάψουν μαζί τον αγαπημένο νεκρό.

Ξάφνου, τραβήχτηκε από το γλυκό και ντροπαλό αγκάλιασμα του νεαρού άντρα· φάνηκε κάτι ν' αφουγκράστηκε…και με μια γρήγορη κίνηση έδειξε στον Ραούλ την πόρτα. Όταν αυτός βρέθηκε στο κατώφλι του είπε κάτι με τόσο σιγανή φωνή, που ο υποκόμης, μάλλον μάντεψε παρά άκουσε τα λόγια της:

«Αύριο, αγαπημένε μου αρραβωνιαστικέ! Ραούλ, πρέπει να είστε ευτυχισμένος απόψε, γιατί το τραγούδι μου ήταν για σας!…»

Γύρισε λοιπόν. Επιτέλους!

Όμως, αλίμονο! Αυτή η διήμερη απουσία είχε καταστρέψει όλη τη γοητεία της αγαπημένης ψευδαίσθησης. Στέκονταν στο καμαρίνι όρθιοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον, δίχως να λένε τίποτα πια: μοναχά κοιτιόντουσαν με τα θλιμμένα τους μάτια. Ο Ραούλ, με το ζόρι συγκρατιόταν για να μην ουρλιάξει: «Ζηλεύω! Ζηλεύω! Ζηλεύω ανυπόφορα!» Παρ' όλες τις προσπάθειές του εκείνη τον άκουγε.

Τότε του έλεγε: «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα, φίλε μου. Ο αέρας θα μας κάνει καλό».

Ο Ραούλ νόμισε πως θα του πρότεινε να πάνε κάπου στην εξοχή, μακριά απ' αυτό το μνημείο που το μισούσε σαν μια φυλακή, μια φυλακή που στ' οργισμένο του μυαλό βούιζε από τους ήχους του δεσμοφύλακα που περιπλανιόταν στους τοίχους… του φριχτού δεσμοφύλακα Ερίκ… Εκείνη όμως τον οδηγούσε πάνω στη σκηνή και τον έβαζε να καθήσει στο ξύλινο πεζούλι μιας πηγής, μέσα στην ηρεμία και την αμφίβολη φρεσκάδα ενός νέου σκηνικού που μόλις είχε στηθεί για την επόμενη παράσταση. Άλλοτε, κρατώντας τον απ' το χέρι περιπλανιόταν μαζί του στις έρημες αλέες κάποιου κήπου, όπου τα φυλλώματα των δέντρων ήταν με τόσο μεράκι κλαδεμένα από κάποιον διακοσμητή που 'μοιαζαν αληθινά. Η αληθινή γη ήταν απαγορευμένη πια γι' αυτόν, λες κι η Κριστίν ήταν καταδικασμένη να μην αναπνεύσει ποτέ ξανά άλλον αέρα από τον αέρα του θεάτρου. Δεν τολμούσε να τη ρωτήσει πια το παραμικρό, γιατί, καθώς καταλάβαινε αμέσως πως δεν επρόκειτο να του απαντήσει, αποφάσιζε να μη ρωτήσει τίποτα, για να μην την κάνει να υποφέρει άδικα. Κάθε τόσο, περνούσε κάποιος, που έβλεπε από μακριά το μελαγχολικό τους ειδύλλιο. Μερικές φορές, προσπαθούσε θαρραλέα να ξεγελάσει τον εαυτό της και τον Ραούλ, πάνω στην πλαστή ομορφιά αυτού του σκηνικού που επινοήθηκε ακριβώς για να ξεγελάει τους ανθρώπους. Η ζωηρή της φαντασία του μιλούσε για τα λαμπρά του χρώματα που όμοιά τους δε βρίσκονται στη φύση. Η Κριστίν απογειωνόταν ενώ ο Ραούλ έσφιγγε απαλά το χέρι της που 'καίγε σαν από πυρετό. Έλεγε: «Κοιτάξτε Ραούλ, αυτούς τους τοίχους, αυτά τα δάση, αυτές τις φυλλωσιές… όλες αυτές τις εικόνες πάνω στο ζωγραφισμένο μουσαμά… όλα τριγύρω μας υπήρξαν θεατές των μεγαλύτερων ερώτων, ερώτων που δημιουργήθηκαν από μεγάλους ποιητές, ερώτων που ξεπερνούν τ' ανθρώπινα μέτρα. Πείτε μου λοιπόν, Ραούλ, πως κι ο δικός μας έρωτας ανήκει εδώ, σ' αυτόν το χώρο… γιατί κι ο δικός μας έρωτας είναι μια επινόηση, κι αυτός, αλίμονο, είναι μια ψευδαίσθηση!»