Απογοητευμένος, δεν έλεγε τίποτα. Τότε εκείνη συνέχιζε: «Ο έρωτας μας πάνω στη γη μελαγχολεί” ας τον πάρουμε λοιπόν να πάμε στον ουρανό!… Κοιτάξτε πόσο εύκολα μπορούμε να το κάνουμε αυτό εδώ!» και τον έπαιρνε και τον πήγαινε ακόμη πιο ψηλά, στην υπέροχη ακαταστασία των σκαλωσιών. Διασκέδαζε με το να τον φοβίζει, κάνοντάς τον να ζαλίζεται, τρέχοντας μπροστά του, πάνω στα εύθραυστα δοκάρια, ανάμεσα σε χιλιάδες σκοινιά, τροχαλίες και ταμπουρά, καταμεσίς σ' ένα πραγματικό ιπτάμενο δάσος από σύρματα και κατάρτια. Αν αυτός δίσταζε να την ακολουθήσει, του 'λεγε ναζιάρικα: «Μα πώς; Εσείς, ένας ναύτης!»
Μετά, ξανακατέβαιναν στη σιγουριά της γης, δηλαδή σε κάποιον διάδρομο, που τους οδηγούσε σε γέλια, σε χορούς, στα νιάτα που κάποια αυστηρή φωνή μάλωνε: «Χαλαρώστε δεσποινίδες μου!… Προσέξτε τις πουέντες σας!…» Αυτή είναι η τάξη των μικρών που δεν είναι πια έξι χρονών και που δε θ' αργήσουν να γίνουν εννιά ή δέκα… και φορούν ήδη τα ντεκολτέ κορσάζ, τις ελαφριές φουστίτσες, το άσπρο καλσόν και τις ροζ κάλτσες και δουλεύουν, δουλεύουν συνέχεια με τα μικρούλικα πονεμένα τους πόδια, με την ελπίδα να γίνουν μαθήτριες, κορυφαίες, πρώτες χορεύτριες, τριγυρισμένες από διαμάντια… Στο μεταξύ… η Κριστίν τους μοιράζει καραμέλες.
Άλλοτε τον οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα του παλατιού της που ήταν γεμάτη φανταχτερά ρούχα, απομεινάρια από στολές ιπποτών, λόγχες, θυρεούς και λοφία κι άρχιζε να επιθεωρεί τα φαντάσματα των ακίνητων και σκεπασμένων με σκόνη πολεμιστών. Τους μιλούσε και τους υποσχόταν πως θα ξαναζούσαν τις λαμπρές βραδιές με τα φώτα και τις παρελάσεις.
Έτσι, τον σεργάνισε σ' όλο της το βασίλειο που μπορεί μεν να ήταν πλαστό αλλά ήταν κι απέραντο. Απλωνόταν σε δεκαεφτά πατώματα, από το ισόγειο μέχρι τη στέγη και είχε μιαν ολόκληρη στρατιά από υπηκόους. Αυτή, προχωρούσε ανάμεσά τους σαν κοσμαγάπητη βασίλισσα, ενθαρρύνοντας τις εργασίες, κουβεντιάζοντας στα μαγαζιά, δίνοντας σοφές συμβουλές στους εργάτες που δίσταζαν να κόψουν τα πλούσια υφάσματα που θα 'ντυναν τους ήρωες. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας έκαναν κάθε λογής δουλειά. Υπήρχαν μπαλωματήδες και χρυσοχόοι. Όλοι τη γνώριζαν και την αγαπούσαν, γιατί κι αυτή πάντα νοιαζόταν για τα βάσανα και τις παραξενιές τους. Γνώριζε απόκρυφες γωνιές, κατοικίες παλιών νοικοκυραίων.
Χτυπούσε την πόρτα τους και τους παρουσίαζε τον Ραούλ σαν τον γαλάζιο πρίγκιπα που είχε θελήσει να την κάνει γυναίκα του. Μετά, καθισμένοι κι οι δυο τους σε κάποιο σκουληκοφαγωμένο έπιπλο άκουγαν σιωπηλοί τους θρύλους της Όπερας, όπως παλιότερα, όταν ήσαν παιδιά, άκουγαν τις παμπάλαιες ιστορίες της Βρετάνης. Όλες οι αναμνήσεις αυτών των γερόντων είχαν να κάνουν με την Όπερα. Λες κι έμεναν εκεί από πάντα. Οι διάφορες διοικήσεις τους είχαν ξεχάσει. Οι επαναστάσεις του παλατιού τους είχαν αγνοήσει. Έξω, η ιστορία της Γαλλίας είχε κυλήσει δίχως αυτοί να το καταλάβουν και κανένας δεν ήξερε την ύπαρξή τους.
Έτσι κυλούσαν αυτές οι πολύτιμες μέρες. Ο Ραούλ κι η Κριστίν, δείχνοντας ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για τα εξωτερικά πράγματα, προσπαθούσαν αδέξια να κρύψουν ο ένας απ' τον άλλον τη μοναδική σκέψη της καρδιάς τους. Ένα ήταν σίγουρο: πως η Κριστίν, που μέχρι τότε έμοιαζε να 'ναι η πιο δυνατή, άρχισε ξαφνικά να γίνεται νευρική, υπερβολικά νευρική. Στις εξερευνήσεις τους, πολλές φορές, άρχιζε ξαφνικά να τρέχει χωρίς λόγο ή αντίθετα σταματούσε απότομα και με το παγωμένο χέρι της κρατούσε το νέον άντρα. Άλλοτε, τα μάτια της έμοιαζαν ν' ακολουθούν φανταστικές σκιές. Φώναξε: «Από δω», μετά «από δω», μετά «από δω», γελώντας, γελώντας μ' ένα γέλιο λαχανιασμένο, γεμάτο αγωνία που συχνά κατάληγε σε κλάμα. Τότε, ο Ραούλ ένιωθε την επιθυμία να της μιλήσει, να την ρωτήσει, καταπατώντας τις υποσχέσεις που 'χαν δώσει ο ένας στον άλλον. Όμως, πριν προλάβει ν' αρθρώσει την πρώτη ερώτηση εκείνη απαντούσε με ένταση: «Τίποτα!… σας ορκίζομαι πως δε συμβαίνει τίποτα».
Μια φορά, που περπατώντας πάνω στη σκηνή, προσπέρασαν μια μισάνοιχτη καταπακτή, ο Ραούλ έσκυψε πάνω απ' τη σκοτεινή τρύπα και είπε: «Μου δείξατε το πάνω μέρος του βασιλείου σας, Κριστίν… όμως διηγούνται ένα σωρό παράξενες ιστορίες για το κάτω μέρος… θέλετε να κατεβούμε;» Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Κριστίν τον πήρε στην αγκαλιά, της, λες και φοβόταν πως αυτή η μαύρη τρύπα μπορούσε να τον καταπιεί από στιγμή σε στιγμή. Του είπε. σιγανά, τρέμοντας ολόκληρη: «Ποτέ!… Σας απαγορεύω να πάτε εκεί!… Κι άλλωστε, αυτό το μέρος δεν είναι δικό μου!… Ό,τι βρίσκεται κάτω από τη γη του ανήκει!»
Ο Ραούλ βύθισε τα μάτια του στα δικά της και της είπε με τραχιά φωνή:
«Εκεί είναι λοιπόν η κατοικία του;»
«Δε σας είπα κάτι τέτοιο!… Ποιος σας το 'πε αυτό; Ελάτε, πάμε!… Μερικές φορές, Ραούλ, αναρωτιέμαι αν είσαστε τρελός… Ακούτε περίεργα πράγματα!… Ελάτε. Πάμε!»