Выбрать главу

Κυριολεκτικά τον έσερνε, γιατί αυτός, πεισματωμένος, ήθελε να μείνει κοντά στην καταπακτή· αυτή η τρύπα τον έλκυε.

Ξάφνου, η καταπακτή έκλεισε, δίχως να προλάβουν να δουν το χέρι που τον έκλεισε. Έμειναν κατάπληκτοι.

«Μήπως ήταν αυτός;» είπε τελικά ο Ραούλ.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους αβέβαια.

«Όχι, όχι! Θα 'ταν κάποιος από τους εργάτες που κλείνουν τις καταπακτές. Πρέπει κι αυτοί να κάνουν κάτι. Ανοιγοκλείνουν λοιπόν τις καταπακτές, δίχως λόγο κι αφορμή… Είναι σαν κι αυτούς που δουλειά τους είναι να κλείνουν πόρτες. Πρέπει κάτι να κάνουν για να περάσουν την ώρα τους».

«Κι αν ήταν αυτός, Κριστίν;»

«Μα όχι! Όχι! αυτός είναι κλεισμένος μέσα! Δουλεύει!»

«Αλήθεια; Ώστε, λοιπόν, δουλεύει;»

«Ναι, δεν μπορεί ν' ανοιγοκλείνει τις καταπακτές και ταυτόχρονα να δουλεύει. Μπορούμε να 'μαστε ήσυχοι».

Λέγοντας τα αυτά είχε ανατριχιάσει ολόκληρη.

«Τι δουλειά κάνει;»

«Α! κάτι τρομερό!… Γι' αυτό και μπορούμε να 'μαστε ήσυχοι. Όταν ασχολείται μ' αυτό δε βλέπει τίποτα. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν αναπνέει… για μερόνυχτα… είναι σαν ζωντανός-νεκρός και δεν έχει καιρό ν' ασχολείται με καταπακτές!»

Ανατρίχιασε ξανά, έσκυψε προς την καταπακτή για ν' ακούσει… Ο Ραούλ την άφησε να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Έμεινε σιωπηλός. Φοβόταν μήπως ο ήχος της φωνής του την κάνει να το ξανασκεφτεί και να σταματήσει τις εξομολογήσεις της.

Η Κριστίν, εξακολουθώντας να τον κρατά στην αγκαλιά της… αναστέναξε κι είπε:

«Αν ήταν χυτός!»

Ο Ραούλ ρώτησε ντροπαλά:

«Τον φοβάστε;»

«Μα, όχι, βέβαια! Όχι!»

Άθελά του, πήρε ένα ύφος σαν να τη λυπόταν. Ήταν σαν να 'λέγε: «Γιατί, να το ξέρετε, είμαι και γω εδώ!» Με τη σκέψη αυτή έκανε ασυνείδητα μια απειλητική κίνηση· τότε η Κριστίν τον κοίταξε έκπληκτη· κοίταξε έκπληκτη αυτό το φαινόμενο θάρρους και αρετής και φάνηκε πως προσπαθούσε να εκτιμήσει τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της περιττής και τολμηρής, ιπποτικής στάσης. Αγκάλιασε και φίλησε τον καημένο τον Ραούλ σαν μια αδελφή που συμπονεί. Κοίταζε τρυφερά τη σφιγμένη του αδελφική γροθιά, πούταν έτοιμη να την υπερασπιστεί ενάντια σε κάθε κίνδυνο.

Ο Ραούλ κατάλαβε και κοκκίνισε από ντροπή. Ένιωθε το ίδιο αδύναμος μ' αυτήν. Σκεφτόταν: «Κάνει πως δε φοβάται, ενώ τρέμει και θέλει ν' απομακρυνθούμε απ' την καταπακτή». Αυτή ήταν η αλήθεια. Την επομένη, όπως και όλες τις άλλες μέρες, πήγαν να ζήσουν τον περίεργο κι αγνό έρωτά τους μέσα στον κόσμο, πολύ μακριά απ' τις καταπακτές. Καθώς περνούσε ο καιρός, η ταραχή κι ο εκνευρισμός της Κριστίν όλο και μεγάλωναν. Τελικά, ένα απόγευμα ήρθε καθυστερημένη, με πρόσωπο τόσο χλομό και μάτια τόσο κόκκινα από απελπισία κι αγωνία, που ο Ραούλ πήρε ακραίες αποφάσεις. Έτσι, τόλμησε να της πει πως «αν δεν του εμπιστευόταν το μυστικό της αντρικής φωνής· δε θα 'φευγε για το Βόρειο Πόλο».

«Για όνομα του Θεού πάψτε! Αν σας άκουγε… δυστυχισμένε μου Ραούλ!»

Τ' αγριεμένα μάτια της κοίταξαν ανήσυχα ολόγυρά τους.

«Θα σας ελευθερώσω απ' αυτόν Κριστίν, σας τ' ορκίζομαι! Θα πάψετε πια να τον σκέφτεστε, πρέπει… είναι αναγκαίο…»

«Είναι δυνατόν;».

Επέτρεψε στον εαυτό της να εκφράσει αυτή την αμφιβολία, που ήταν ταυτόχρονα και μια ενθάρρυνση. Μετά, πήρε τον Ραούλ απ' το χέρι και τον οδήγησε «στα ύψη», μακριά, πολύ μακριά από καταπακτές.

«Θα σας κρύψω σε μιαν άγνωστη, απόκρυφη γωνιά, όπου ποτέ δε θα μπορέσει να σας βρει. Έτσι, θα σωθείτε και γω τότε θα φύγω, αφού πρώτα μου ορκιστείτε πως δε θα παντρευτείτε ποτέ».

Η Κριστίν ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε με απίστευτη δύναμη. Όμως, μετά από λίγο, ανήσυχη ξανά, γύρισε και τον κοίταξε:

«Πιο ψηλά! ας πάμε πιο ψηλά», είπε και τον παράσυρε στις κορυφές.

Δυσκολευόταν να την ακολουθήσει. Δεν άργησαν να βρεθούν κάτω απ' τις στέγες, μέσα στο λαβύρινθο των ξύλινων κατασκευών. Γλιστρούσαν ανάμεσα στις αντηρίδες… έτρεχαν από δοκάρι σε δοκάρι σαν νάταν μέσα σε δάσος, σαν να πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο…

Παρόλο που η Κριστίν έπαιρνε όλες της τις προφυλάξεις και κάθε τόσο έριχνε πίσω της μια ματιά, δεν είδε μια σκιά που την ακολουθούσε σαν νάταν η σκιά της, που σταματούσε μαζί της, που ξαναξεκινούσε όποτε ξαναξεκινούσε κι αυτή και που σαν πραγματική σκιά, δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Όσο για τον Ραούλ, κι αυτός δεν πρόσεξε τίποτα, γιατί όταν έβλεπε την Κριστίν δεν ήταν σε θέση να δει τίποτε άλλο.

13

Η ΛΥΡΑ TOΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ