Выбрать главу

ΕΤΣΙ, έφτασαν στις στέγες. Αυτή γλιστρούσε πάνω τους ελαφριά κι άνετη, σαν χελιδόνι. Το βλέμμα τους διέσχισε τον έρημο χώρο ανάμεσα στους τρεις τρούλους και το τριγωνικό αέτωμα. Η Κριστίν ανάπνευσε δυνατά, εκεί, πάνω απ' το Παρίσι, που απλωνόταν δουλεύοντας. Κοίταξε τον Ραούλ μ' εμπιστοσύνη. Τον φώναξε κοντά της κι έτσι, ο ένας πλάι στον άλλον, περπάτησαν, ψηλά στους τσίγκινους δρόμους και τις μεταλλικές λεωφόρους. Κοίταζαν την αντανάκλαση της δίδυμης φιγούρας τους μέσα στο ακίνητο νερό των μεγάλων δεξαμενών, εκεί όπου τα καλοκαίρια, τα πιτσιρίκια του χορού, καμιά εικοσαριά αγόρια, βουτούσαν και μάθαιναν να κολυμπούν.

Η σκιά πρόβαλε ακολουθώντας πιστά τα βήματά τους. Απλωνόταν πάνω στις στέγες, κουνώντας μαλακά τις μεγάλες μαύρες της φτερούγες, περιπλανώμενη στα σταυροδρόμια των σιδερένιων μονοπατιών, στριφογυρνώντας γύρω απ' τις δεξαμενές, περικυκλώνοντας σιωπηλή τους τρούλους. Τα δυστυχισμένα παιδιά, που ούτε καν υποψιάζονταν την παρουσία της, πήγαν και κάθισαν ήσυχα, μ' εμπιστοσύνη, κάτω απ' τον προστατευτικό Απόλλωνα, που με την μπρούτζινη κίνηση του βύθιζε την υπέροχη λύρα του στην καρδιά ενός πυρπολούμενου ουρανού.

Το φλογισμένο ανοιξιάτικο σούρουπο τους αγκάλιαζε. Τα σύννεφα περνούσαν αργά, απλώνοντας τα χρυσαφένια και πορφυρά, παρμένα απ' το ηλιοβασίλεμα, χρώματά τους πάνω στους δυο νέους. Τότε η Κριστίν είπε στον Ραούλ: «Δε θ' αργήσουμε να πάμε πιο μακριά και πιο γρήγορα από τα σύννεφα, στην άκρη του κόσμου, και τότε θα μ' εγκαταλείψετε, Ραούλ. Ναι, ήρθε η στιγμή να με απαγάγετε, εγώ δε θα δεχτώ να σας ακολουθήσω· όμως, Ραούλ, εσείς θα με πάρετε!»

Του μίλησε με μιαν απίστευτη ένταση, με μια δύναμη που έμοιαζε να στρέφεται ενάντιά της, ενώ σφιγγόταν νευρικά πάνω του. Ο νέος άντρας αιφνιδιάστηκε.

«Φοβάστε, λοιπόν, Κριστίν πώς θ' αλλάξετε γνώμη;»

«Δεν ξέρω, είπε κουνώντας παράξενα το κεφάλι της. Είναι ένας δαίμονας!»

Ανατρίχιασε. Αναστενάζοντας έγινε τόση δα στην αγκαλιά του.

«Τώρα, φοβάμαι να πάω ξανά να μείνω μαζί του, μέσ' τη γη!»

«Μα, ποιος σας υποχρεώνει να ξαναγυρίσετε εκεί Κριστίν;»

«Αν δε γυρίσω κοντά του, μπορεί να συμβούν φοβερά πράγματα!… Μα δεν μπορώ πια! Δεν μπορώ άλλο!… Ξέρω πως πρέπει να συμπονούμε αυτούς που μένουν “κάτω απ' τη γη…” Αυτός όμως είναι φοβερός! Κι ωστόσο, η ώρα πλησιάζει… μόνο μια μέρα μου απομένει… έτσι δεν είναι; Κι αν δεν πάω εγώ θα 'ρθει αυτός να με αναζητήσει, με τη φωνή του. Θα με σύρει μαζί του, σ' αυτόν, στο σπίτι του κάτω απ' τη γη· θα γονατίσει μπρος μου με το νεκρικό του κεφάλι!… και θα μου πει πως μ' αγαπά… και θα κλάψει! Α… Ραούλ, τα δάκρυα του… τα δάκρυα του που κυλούν μέσα απ' αυτές τις δυο μαύρες τρύπες του νεκρικού του κεφαλιού. Δεν μπορώ να δω ξανά τα δάκρυα του να κυλάνε!»

Έστριψε τα χέρια της μ' ένα φριχτό τρόπο, ενώ ο Ραούλ, παρασυρμένος κι αυτός από τούτη την κολλητική απελπισία, την έσφιξε πάνω στην καρδιά του: «Όχι! Όχι! Δε θα τον ξανακούσετε να σας λέει πως σας αγαπά! Δε θα ξαναδείτε τα δάκρυά του να κυλάνε! Ας φύγουμε!… Αμέσως, τώρα, Κριστίν… σας ικετεύω ας φύγουμε!…» Είχε κιόλας αρχίσει να την τραβά.

Εκείνη όμως τον σταμάτησε.

«Όχι. Όχι», είπε γνέφοντας αρνητικά με το κεφάλι της. «Όχι τώρα!… Θα 'ταν πολύ σκληρό… Αφήστε τον να μ' ακούσει να τραγουδώ για μια ακόμη φορά, αύριο το βράδυ… για τελευταία φορά… και μετά θα φύγουμε. Θα έρθετε τα μεσάνυχτα στο καμαρίνι μου. Ακριβώς τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα αυτός θα με περιμένει στην τραπεζαρία της λίμνης… Θα 'μαστε ελεύθεροι και θα με πάρετε!… Θα με πάρετε ακόμη κι αν αρνηθώ… πρέπει να μου το ορκιστείτε, Ραούλ… γιατί νιώθω πως αν γυρίσω ξανά εκεί, αυτή τη φορά ίσως δε θα επιστρέψω ποτέ πια!…»

Πρόσθεσε:

«Δεν μπορείτε να με καταλάβετε!…»

Αναστέναξε μ' ένα τέτοιον τρόπο που του φάνηκε πως κι ένας άλλος αναστεναγμός ακούστηκε πίσω της, σαν απάντηση.

«Δεν ακούσατε τίποτα;»

Τα δόντια της χτυπούσαν.

«Όχι», διαβεβαίωσε το Ραούλ, «δεν άκουσα τίποτα…»

«Παραείναι φριχτό», παραδέχτηκε, «να τρέμω έτσι όλη την ώρα… Κι ωστόσο, εδώ δεν κινδυνεύουμε. Είμαστε σπίτι μας, σπίτι μου, στον ουρανό, στον αέρα, στη μέρα. Ο ήλιος λάμπει και στα πουλιά της νύχτας δεν αρέσει να κοιτάζουν τον ήλιο! Ποτέ δεν τον έχω δει με το φως της μέρας… Θα πρέπει νάναι κάτι το φριχτό!…» μουρμούρισε κοιτώντας τον Ραούλ με χαμένο βλέμμα. «Την πρώτη φορά που τον είδα νόμιζα πως θα πέθαινα απ' το φόβο μου!»

«Γιατί», ρώτησε ο Ραούλ, πραγματικά φοβισμένος με την τροπή που έπαιρνε αυτή η παράξενη και καταπληκτική εξομολόγηση… «γιατί φοβηθήκατε πώς θα πεθάνετε;»

«Μα, γιατί τον είδα!!!»

Αυτή τη φορά, η Κριστίν κι ο Ραούλ κοίταξαν ταυτόχρονα πίσω τους.