Выбрать главу

«Υπάρχει κάποιος εδώ, κάποιος που υποφέρει!» είπε ο Ραούλ… «Κάποιος πληγωμένος, ίσως… Ακούσατε;»

«Εγώ δε θα μπορούσα να σας πω», παραδέχτηκε η Κριστίν, «γιατί ακόμη κι όταν δεν είναι δω, στ' αφτιά μου αντηχούν πάντα οι αναστεναγμοί του… Όμως, αν ακούσατε κάτι…»

Σηκώθηκαν και κοίταξαν γύρω τους…» Ήταν ολομόναχοι πάνω στη μολυβένια στέγη. Ξανακάθησαν. Ο Ραούλ ρώτησε:

«Πώς τον είδατε για πρώτη φορά;»

«Ήταν τρεις μήνες που τον άκουγα δίχως να τον βλέπω. Την πρώτη φορά που τον “άκουσα”, νόμισα, όπως και σεις, πως αυτή η εξαίσια φωνή που ξάφνου είχε αρχίσει να τραγουδά δίπλα, μου, ερχόταν από κάποιο διπλανό καμαρίνι. Βγήκα κι έψαξα παντού. Όμως, όπως ξέρετε Ραούλ, το καμαρίνι μου είναι απομονωμένο. Πάντως, όσο ήμουνα έξω απ' το καμαρίνι μου ήταν αδύνατον ν' ακούσω τη φωνή, ενώ εκείνη εξακολουθούσε ν' ακούγεται μέσα στο καμαρίνι μου. Δεν τραγουδούσε μόνο, μου μιλούσε, απαντούσε στις ερωτήσεις μου σαν μια αληθινή, πραγματική, ανθρώπινη φωνή, με μια μόνο διαφορά: πως ήταν όμορφη σαν φωνή αγγέλου. Πώς να εξηγήσω ένα τόσο ανεξήγητο φαινόμενο; Ποτέ μου δεν είχα πάψει να σκέφτομαι τον “Άγγελο της μουσικής”, που ο καημένος ο πατέρας μου είχε υποσχεθεί πως θα μου 'στελνε μετά το θάνατό του. Τολμώ να σας μιλήσω γι' αυτήν την τόσο απίστευτα αφελή μου σκέψη, γιατί κι εσείς γνωρίσατε τον πατέρα μου, τον πατέρα μου που σας αγαπούσε. Γιατί και σεις όταν είσασταν μικρός είχατε πιστέψει, όπως και γω, στον “Άγγελο της μουσικής” και γιατί είμαι σίγουρη πως δε θα χαμογελάσετε και δε θα με κοροϊδέψετε. Φίλε μου, είχα ακόμη την τρυφερή κι εύπιστη ψυχή της μικρής Λότε και σίγουρα δεν ήταν η συντροφιά της μαμά-Βαλέριους που θα μ' έκανε ν' αλλάξω… Είχα αυτή τη μικρή, κατάλευκη ψυχή, μέσα στα αφελή μου χέρια και με αφέλεια την έτεινα, την πρόσφερα στη φωνή αυτού του ανθρώπου πιστεύοντας πως την προσφέρω στον άγγελο. Το λάθος, σ' ένα βαθμό, ήταν και της θετής μου μητέρας. Δεν της είχα κρύψει τίποτα απ' αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. Αυτή ήταν που πρώτη μου είπε: “Θα πρέπει να 'ναι ο άγγελος. Εν πάση περιπτώσει, μπορείς να τον ρωτήσεις”. Αυτό και έκανα και η φωνή μου απάντησε, πως πραγματικά ήταν η φωνή του Αγγέλου που περίμενα, αυτή που μου είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου πεθαίνοντας. Από κείνη τη στιγμή άρχισε μια πολύ στενή σχέση ανάμεσά μας· της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Μου είπε πως είχε κατέβει στη γη για να με κάνει να νιώσω τις ύψιστες χαρές της αιώνιας τέχνης και μου ζήτησε να της επιτρέψω να μου κάνει μαθήματα μουσικής κάθε μέρα. Συμφώνησα με μεγάλο ενθουσιασμό και δεν έλειψα σε κανένα από τα ραντεβού που μου έδινε στο καμαρίνι μου. Πάντα “συναντιόμασταν” στο καμαρίνι μου, μιας κι αυτή η γωνιά της Όπερας είναι έρημη. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι ήταν αυτά τα μαθήματα! Ίσως όμως, εσείς που ακούσατε αυτή τη φωνή κάτι μπορείτε να καταλάβετε».

«Καθόλου! Δεν έχω την παραμικρή ιδέα!…» είπε ο Ραούλ. «Με τι σας συνόδευε;»

«Με μια μουσική που αγνοώ, που ήταν πίσω απ' τον τοίχο, μια μουσική που είχε μια ασύγκριτη ακρίβεια. Άλλωστε, είπαμε φίλε μου, πως η Φωνή ήξερε ακριβώς πώς και πόσο με είχε επηρεάσει ο θάνατος του πατέρα μου και ποια απλή μέθοδο χρησιμοποιούσε όταν ζούσε. Έτσι, θυμίζοντάς μου, ή μάλλον θυμίζοντας στη φωνή μου, όλα τα περασμένα μαθήματα και κάνοντάς μου καινούργια, προχωρώντας με παραπέρα, έκανα φοβερές προόδους, προόδους που κανονικά απαιτούσαν χρόνια ολόκληρα. Θυμηθείτε, φίλε μου, πως είμαι αρκετά ευαίσθητη και πως η φωνή μου δεν είχε βρει ακόμη το χαρακτήρα της, το στυλ της. Οι χαμηλές νότες δεν είχαν δουλευτεί. Οι ψηλές ήταν μάλλον σκληρές και οι μεσαίες ήταν ασταθείς, συγκεχυμένες. Ο πατέρας μου είχε αγωνιστεί ενάντια σ' όλα αυτά τα ελαττώματα και, για μια στιγμή, φάνηκε να θριαμβεύει. Αυτά τα ελαττώματα η Φωνή τα νίκησε οριστικά. Σιγά σιγά, αύξησα την γκάμα των ήχων μου, σε βαθμό που ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ. Έμαθα να χρησιμοποιώ την αναπνοή μου. Πάνω απ' όλα όμως, η Φωνή μου αποκάλυψε το μυστικό του πώς ν' αναπτύσσω τους ήχους του στήθους σε μια φωνή σοπράνο. Τέλος, όλ' αυτά συνοδεύονταν από την ιερή φλόγα της έμπνευσης. Μου αποκάλυψε μια ζωή έντονη, αδηφάγα, θεία. Η Φωνή είχε την αρετή να με ανυψώνει ως εκείνη, όποτε την άκουγα. Μ' έκανε ικανή να την ακολουθώ στο δικό της υπέροχο πέταγμα… Η ψυχή της Φωνής κατοικούσε στο στόμα μου… μου εμφυσούσε την αρμονία!

»Μετά από μερικές βδομάδες, δεν αναγνώριζαν την ίδια μου τη φωνή… Ήμουν κατάπληκτη… φοβήθηκα πως μου είχαν κάνει μάγια. Όμως, η μαμά-Βαλέριους με καθησύχασε. Ήμουν πολύ καλό κορίτσι, είπε, για να μπορέσω να κινήσω το ενδιαφέρον του διαβόλου. Η πρόοδος μου είχε μείνει μυστική. Μόνο η μαμά-Βαλέριους, η Φωνή κι εγώ τη γνωρίζαμε. Αυτή, άλλωστε, ήταν η επιθυμία και η διαταγή της Φωνής. Πράγμα περίεργο, έξω απ' το καμαρίνι μου τραγουδούσα με τη συνηθισμένη μου φωνή και κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελε η Φωνή. Μου έλεγε: πρέπει να περιμένουμε… Θα δείτε, θα καταπλήξουμε το Παρίσι!… Και γω περίμενα. Ζούσα βυθισμένη σε μια έκσταση όπου γινόταν ό,τι ήθελε η Φωνή. Ενώ συνέβαιναν όλ' αυτά, ένα βράδυ σας είδα στην αίθουσα. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που ούτε καν μου πέρασε απ' το νου να την κρύψω όταν επέστρεψα στο καμαρίνι μου. Για κακή μας τύχη η Φωνή ήταν κιόλας εκεί και δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει, απ' το ύφος μου, πως κάτι είχε συμβεί. Με ρώτησε “τι είχα” και δε θεώρησα κακό να της διηγηθώ την τρυφερή μας ιστορία και ούτε βέβαια προσπάθησα να της κρύψω τη θέση που είχατε στην καρδιά μου. Τότε η Φωνή σιώπησε. Της μιλούσα κι εκείνη δεν μου απαντούσε. Την ικέτευσα αλλά μάταια. Ένιωσα τρομοκρατημένη με τη σκέψη πως μπορεί να 'χε φύγει για πάντα! Ήταν φοβερό το πώς αισθάνθηκα φίλε μου!… Γύρισα σπίτι μου απελπισμένη. Ρίχτηκα στην αγκαλιά της μαμά-Βαλέριους λέγοντάς της: Ξέρεις, η Φωνή έφυγε! Ίσως δε ξανάρθει ποτέ πια! Τρόμαξε και κείνη όπως και εγώ και μου ζήτησε εξηγήσεις. Της τα διηγήθηκα όλα. Τότε μου είπε: “Διάβολε! η Φωνή ζηλεύει!” Αυτό, φίλε μου, μ' έκανε να καταλάβω πως σας αγαπούσα…»