Выбрать главу

Σ' αυτό το σημείο η Κριστίν σταμάτησε για λίγο. Έσκυψε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του Ραούλ και έμειναν έτσι για λίγο, σιωπηλοί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Η συγκίνηση που τους είχε συνεπάρει ήταν τέτοια που δεν είδαν ούτε ένιωσαν, δυο βήματα πιο κει, τη σκιά που με τις δυο μεγάλες μαύρες της φτερούγες σύρθηκε κοντά τους, στην άκρη της στέγης. Τους πλησίασε τόσο πολύ, που κλείνοντας τις φτερούγες της θα μπορούσε να τους πνίξει…

«Την επομένη», συνέχισε η Κριστίν, μ' ένα βαθύ αναστεναγμό, «επέστρεψα στο καμαρίνι μου πολύ σκεφτική. Η Φωνή ήταν εκεί. Ω, φίλε μου! Μου μίλησε με τόση θλίψη! Μου δήλωσε ξεκάθαρα πως αν επρόκειτο να δώσω την καρδιά μου στη γη αυτή, δεν της έμενε τίποτ' άλλο να κάνει από το να ξανανέβει στον ουρανό. Αυτό μου το 'πε με τόσο ανθρώπινο πόνο, που από τότε έπρεπε να 'χα αρχίσει ν' αμφιβάλλω και να συνειδητοποιώ πως μ' έναν παράξενο κι ανεξήγητο ακόμη τρόπο, υπήρξα θύμα των απατηλών μου αισθήσεων. Όμως, η πίστη μου στη Φωνή ήταν απόλυτη. Βλέπετε, είχα συνδέσει την παρουσία της με τον πατέρα μου. Τίποτα δε με φόβιζε περισσότερο από το ενδεχόμενο της εξαφάνισης της. Από την άλλη, είχα αρχίσει ν' αναρωτιέμαι τι αισθανόμουν για σας. Σκέφτηκα πως δεν άξιζε τον κόπο να διακινδυνέψω άδικα. Άλλωστε, δεν ήξερα καν αν με θυμόσαστε. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η κοινωνική σας θέση μου απαγόρευε οποιαδήποτε σκέψη για μια έντιμη ένωση μας. Ορκίστηκα, λοιπόν, πως δεν είσασταν τίποτα για μένα και πως σας έβλεπα μόνο σαν αδελφό κι ακόμη πως η καρδιά μου ήταν άδεια από κάθε επίγεια αγάπη… Να λοιπόν, φίλε μου, ο λόγος που απέφευγα το βλέμμα σας όταν στη σκηνή ή στους διαδρόμους προσπαθούσατε να μου τραβήξετε την προσοχή. Να, γιατί δε σας αναγνώριζα… να, γιατί δε σας έβλεπα!… Όλον αυτόν τον καιρό, οι ώρες των μαθημάτων που έκανα με τη Φωνή ήταν γεμάτες από θεία μέθη. Ποτέ μέχρι τότε η ομορφιά των ήχων δε με είχε συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό. Μια μέρα, η Φωνή μου είπε: “Πήγαινε, τώρα, Κριστίν Ντααέ, μπορείς να χαρίσεις στους ανθρώπους λίγη απ' τη μουσική των ουρανών!”»

»Τι έγινε και κείνο το βράδυ του γκαλά η Καρλότα δεν ήρθε στο θέατρο; Πώς έγινε και με κάλεσαν να την αντικαταστήσω; Δεν ξέρω. Όμως τραγούδησα. Τραγούδησα με μια πρωτόγνωρη δύναμη. Ήμουν ελαφριά λες κι είχα φτερά στους ώμους μου. Για μια στιγμή, νόμισα πως η ψυχή μου είχε εγκαταλείψει το σώμα μου!»

«Ω, Κριστίν!» είπε ο Ραούλ που τα μάτια του βούρκωσαν σ' αυτή τη θύμηση, «εκείνη τη βραδιά η καρδιά μου πάλλονταν με κάθε ήχο της φωνής σας. Είδα τα δάκρυά σας να κυλούν πάνω στα χλομά σας μάγουλα κι έκλαψα κι εγώ μαζί σας. Μα, πώς μπορέσατε να τραγουδήσετε κλαίγοντας;»

«Ένιωθα τις δυνάμεις μου να μ' εγκαταλείπουν», είπε η Κριστίν, «έκλεισα τα μάτια… Όταν τα ξανάνοιξα είσασταν πλάι μου! Όμως, πλάι μου, Ραούλ, βρισκόταν κι η Φωνή!… Φοβήθηκα για σας κι έτσι, για μια ακόμη φορά, δε θέλησα, να δείξω πώς σας αναγνωρίζω κι έβαλα τα γέλια όταν μου θυμήσατε το περιστατικό με την εσάρπα!…

«Αλίμονο! Δεν μπορεί κανείς να ξεγελάσει τη Φωνή!… Εκείνη σας είχε αναγνωρίσει!… Και η Φωνή ζήλεψε!… Τις δυο επόμενες μέρες μου έκανε φριχτές σκηνές… Μου έλεγε: “Τον αγαπάτε! Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα τον αποφεύγατε! Θα ήταν απλά ένας παλιός φίλος που θα μπορούσατε να τον χαιρετήσετε όπως και όλους τους άλλους… Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα φοβόσασταν να μείνετε μόνη στο καμαρίνι μαζί του και μαζί μου!… Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα τον διώχνατε!…”