«Αρκετά, είπα θυμωμένη στη Φωνή! Αύριο πρέπει να πάω στο Περός στον τάφο του πατέρα μου και θα παρακαλέσω τον κύριο Ραούλ ντε Σανιύ να με συνοδεύσει.
»“Κάντε όπως νομίζετε”, απάντησε η Φωνή. “Πρέπει να ξέρετε όμως πως κι εγώ θα βρίσκομαι στο Περός, γιατί βρίσκομαι παντού όπου βρίσκεστε και σεις Κριστίν κι αν εξακολουθείτε να είστε άξια της εμπιστοσύνης μου, αν δεν μου έχετε πει ψέματα, ακριβώς τα μεσάνυχτα, πάνω απ' τον τάφο του πατέρα σας θα σας παίξω την Ανάσταση του Λαζάρου, με το βιολί του νεκρού”.
«Έτσι, φίλε μου, αποφάσισα να σας γράψω το γράμμα που σας έφερε στο Περός. Πώς μπόρεσα να ξεγελαστώ τόσο πολύ; Πώς μπόρεσα βλέποντας τις τόσο προσωπικές ανησυχίες της Φωνής να μη σκεφτώ πως κάποια απάτη υπήρχε στη μέση; Κι όμως! Είχα πάψει ν' ανήκω στον εαυτό μου: ήμουν το αντικείμενο του!… Τα μέσα που είχε στη διάθεση της η Φωνή μπορούσαν εύκολα να ξεγελάσουν ένα παιδί σαν και μένα!»
«Μα, επιτέλους», φώναξε ο Ραούλ σ' αυτό το σημείο της διήγησης της Κριστίν, που έμοιαζε να οικτίρει τον εαυτό της για την απόλυτη αθωότητα της ψυχής της, «επιτέλους… δεν αργήσατε λοιπόν ν' ανακαλύψετε την αλήθεια… έτσι δεν είναι; Γιατί λοιπόν, δε φύγατε απ' αυτόν το φριχτό εφιάλτη;»
«Όταν έμαθα την αλήθεια!… Ραούλ!… Να βγω απ' αυτόν τον εφιάλτη!… Μα, μόνον όταν έμαθα την αλήθεια άρχισα να ζω τον εφιάλτη!… Σωπάστε! Σωπάστε! Δεν ξέρετε τίποτα ακόμη… Δε σας είπα τίποτα… και τώρα που θα κατέβουμε από τον ουρανό στη γη, κατηγορήστε με, Ραούλ, κατηγορήστε με!… Ένα βράδυ, ένα μοιραίο βράδυ… μου φαίνεται πως ήταν το βράδυ με τις τόσες συμφορές… Το βράδυ που η Καρλότα νόμισε πως μεταμορφώθηκε πάνω στη σκηνή σε φριχτό βατράχι, τότε που άρχισε να κράζει λες κι είχε περάσει όλη της τη ζωή στους βάλτους… το βράδυ που η αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι όταν ο τεράστιος πολυέλαιος γκρεμίστηκε στο πάτωμα… Εκείνο το βράδυ είχαμε πληγωμένους και νεκρούς και σ' όλο το θέατρο αντηχούσαν θλιμμένες κραυγές.
»Η πρώτη μου σκέψη, Ραούλ, όταν ξέσπασε το κακό, ήταν ταυτόχρονα, για σας και για τη Φωνή, γιατί εκείνη την εποχή κι οι δυο είχατε την ίδια θέση στην καρδιά μου. Εσάς, σας είδα στο θεωρείο του αδελφού σας κι έτσι σιγουρεύτηκα πως δε διατρέξατε κανέναν κίνδυνο. Όσο για τη Φωνή, μου είχε αναγγείλει πως επρόκειτο να παρακολουθήσει την παράσταση κι έτσι φοβήθηκα μήπως της συνέβη τίποτα. Πραγματικά, φοβήθηκα γι' αυτήν, λες κι ήταν ένας κανονικός άνθρωπος που ζούσε και που, επομένως, μπορούσε και να πεθάνει. Σκεφτόμουν: Θέε μου! Ο πολυέλαιος μπορεί να 'πεσε πάνω στη Φωνή. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν πάνω στη σκηνή, αλλά φοβήθηκα τόσο πολύ που άρχισα να τρέχω μέσα στην αίθουσα για να δω μήπως η Φωνή ήταν ανάμεσα στους πληγωμένους ή τους νεκρούς. Τότε σκέφτηκα πως, αν δεν της είχε συμβεί κάτι κακό, θα βρισκόταν σίγουρα στο καμαρίνι μου, ακριβώς για να με καθησυχάσει. Έφτασα στο καμαρίνι μου. Η Φωνή δεν ήταν εκεί. Κλείστηκα μέσα και με δάκρυα στα μάτια την παρακαλούσα, αν ήταν ακόμη ζωντανή, να μου φανερωθεί. Η Φωνή δεν μου απάντησε. Ξαφνικά όμως, άκουσα ένα μακρόσυρτο, αλλόκοτο λυγμό, ένα λυγμό που γνώριζα πολύ καλά. Ήταν ο οδυρμός του Λαζάρου όταν, μετά το κάλεσμα του Ιησού, αρχίζει να σηκώνεται, ανοίγει τα μάτια κι αντικρύζει ξανά το φως του ήλιου. Ήταν ο θρήνος απ' το βιολί του πατέρα μου. Αναγνώρισα τον ήχο απ' το δοξάρι του Ντααέ. Αυτόν τον ίδιον ήχο, Ραούλ, που ακούγαμε όταν είμασταν μικροί και μας έκανε να μένουμε ακίνητοι στους δρόμους του Περός, τον ήχο που μας είχε μαγέψει τη νύχτα του νεκροταφείου. Μετά, από το ίδιο αόρατο θριαμβευτικό όργανο, ακούστηκε η χαρούμενη κραυγή της Ζωής κι η ίδια Φωνή που άρχισε να τραγουδά την κυρίαρχη φράση: “Έλα και πίστεψε σε μένα! Αυτοί που πιστεύουν σε μένα θα ξαναζήσουν! Περπατά! Αυτοί που πίστεψαν σε μένα δε θα πεθάνουν!” Δεν μπορώ να σας περιγράψω την εντύπωση που μου έκανε αυτή η μουσική που υμνούσε την αιώνια ζωή, τη στιγμή που πλάι μας κείτονταν νεκροί οι δυστυχισμένοι που είχαν πολτοποιηθεί από το μοιραίο πολυέλαιο… Ένιωθα σαν να μου 'λεγε να πάω σ' αυτή, να την ακολουθήσω. Απομακρύνθηκε και γω την ακολούθησα. “Έλα και πίστεψε σε μένα!” Πίστευα σ' αυτήν και προχωρούσα, προχωρούσα και, πράγμα παράξενο, το καμαρίνι μου έμοιαζε να μεγαλώνει, ολοένα να μεγαλώνει… Προφανώς, θα πρέπει να 'κανε κάποιο τρικ με τους καθρέφτες… θυμάμαι πως βρισκόμουν μπροστά στον καθρέφτη… και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα έξω από το καμαρίνι μου».
Σ' αυτό το σημείο, ο Ραούλ διέκοψε απότομα την Κριστίν:
«Τι θα πει χωρίς να το καταλάβετε; Τι πα να πει αυτό; Κριστίν! Κριστίν! Πρέπει να προσπαθήσετε να πάψετε πια να ονειρεύεστε!»
«Κι όμως, αγαπημένε μου φίλε, δεν ονειρευόμουν! Πραγματικά βρέθηκα έξω από το καμαρίνι μου, δίχως να το καταλάβω! Εσείς που με είδατε να εξαφανίζομαι απ' το καμαρίνι μου, μήπως, λοιπόν, εσείς μπορείτε να μου εξηγήσετε πώς συνέβη αυτό; Εγώ πάντως δεν μπορώ!… Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως ενώ βρισκόμουν μπροστά στον καθρέφτη, ξαφνικά έπαψα να τον βλέπω μπροστά μου και μετά γύρισα πίσω μου για να δω πού είναι, όμως πουθενά… δεν υπήρχε πια καθρέφτης μέσα στο καμαρίνι… Βρισκόμουν σ' ένα σκοτεινό διάδρομο… φοβήθηκα και έβαλα τις φωνές!…