Выбрать главу

»Γύρω μου ήταν θεοσκότεινα. Από μακριά φαινόταν μια μικρή κόκκινη λάμψη, που φώτιζε μια γωνιά του τοίχου, μια γωνιά όπου ενώνονταν δυο διάδρομοι. Φώναξα. Μόνο η φωνή μου ακουγόταν γιατί το τραγούδι και τα βιολιά είχαν σταματήσει. Και να πού, ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, ένα χέρι ακούμπησε πάνω στο δικό μου… ή μάλλον κάτι τι που 'μοιαζε με κόκαλο κι ήταν παγωμένο, μου φυλάκισε το χέρι και δεν τ' άφηνε.

Φώναξα ξανά. Ένα μπράτσο μ' άρπαξε απ' τη μέση και με σήκωσε… Τρομοκρατημένη προσπάθησα ν' αντισταθώ. Τα δάχτυλά μου γλιστρούσαν πάνω στις υγρές πέτρες… Δεν μπορούσα να κρατηθώ από πουθενά. Μετά έπαψα να κινούμαι, νόμισα πως θα πέθαινα απ' το φόβο μου. Με πήγαιναν προς το μέρος που ήταν η μικρή κόκκινη λάμψη. Φτάσαμε σ' αυτήν τη λάμψη και τότε είδα πως βρισκόμουν στα χέρια ενός άντρα που ήταν τυλιγμένος με μια μεγάλη μαύρη κάπα και φορούσε μια μάσκα που έκρυβε όλο του το πρόσωπο… Έκανα μια τελευταία προσπάθεια. Τα μέλη μου σκλήρυναν, το στόμα μου άνοιξε ξανά για να ουρλιάξει αλλά ένα χέρι πρόλαβε και μου το 'κλεισε βίαια… Ένα χέρι που ένιωσα πάνω στα χείλια μου, πάνω στη σάρκα μου… ένα χέρι που μύριζε θάνατο! Λιποθύμησα.

»Πόσην ώρα έμεινα έτσι αναίσθητη; Δεν ξέρω… Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είμασταν ακόμη, ο μαύρος άντρας και γω, μέσ' στο σκοτάδι. Ένα φανάρι πάνω στο έδαφος φώτιζε την άκρη μιας πηγής. Το νερό έτρεχε παφλάζοντας από τους τοίχους και σχεδόν αμέσως εξαφανιζόταν κάτω από το έδαφος όπου βρισκόμουν ξαπλωμένη. Το κεφάλι μου ήταν ακουμπισμένο πάνω στα γόνατα του άντρα με το μαύρο μανδύα και τη μαύρη μάσκα. Ο σιωπηλός μου συνοδός μου δρόσιζε τους κροτάφους με μια φροντίδα, προσοχή και λεπτότητα που μου ήταν αδύνατον να υποφέρω. Αυτή του η υπερβολική φροντίδα ήταν για μένα περισσότερο ανυπόφορη από την προηγούμενη βιαιότητά του. Τα χέρια του ήταν πανάλαφρα και εξακολουθούσαν να αναδίδουν τη μυρουδιά του θανάτου. Τα έσπρωξα μακριά μ' όλη μου τη δύναμη. Πήρα βαθιά ανάσα και τον ρώτησα: “Ποιος είστε; Πού είναι η Φωνή;” Μου απάντησε μ' ένα βαθύ αναστεναγμό. Ξάφνου, ένιωσα ένα ρεύμα ζεστού αέρα στο πρόσωπό μου και κάπως συγκεχυμένα μπόρεσα να διακρίνω μέσ' στο σκοτάδι, δίπλα στη μαύρη μορφή του άντρα, μια λευκή φιγούρα. Τότε άκουσα ένα χαρούμενο χλιμίντρισμα και κατάπληκτη μουρμούρισα: “Σεζάρ!” Το ζώο ανασηκώθηκε. Λοιπόν, φίλε μου, ήμουν μισοκοιμισμένη πάνω σε μια σέλα κι αναγνώρισα το λευκό άλογο του Προφήτη που τόσο συχνά παραχάιδευα, δίνοντάς του διάφορες λιχουδιές. Θυμήθηκα πως ένα βράδυ απλώθηκε στην Όπερα η φήμη ότι το ζώο είχε εξαφανιστεί και πως το είχε κλέψει το φάντασμα της Όπερας. Εγώ πίστευα στη Φωνή· δεν πίστεψα ποτέ στο φάντασμα και να που τώρα με τη σκέψη πως ίσως ήμουν αιχμάλωτη του φαντάσματος ανατρίχιαζα. Από τα τρίσβαθα της ψυχής μου καλούσα τη Φωνή να με βοηθήσει, γιατί βέβαια ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως η Φωνή και το φάντασμα ήταν ένα και το αυτό! Ακούσατε ποτέ, Ραούλ, να γίνεται λόγος για το φάντασμα της Όπερας;»

«Ναι», απάντησε ο νέος άντρας… «Πείτε μου όμως, Κριστίν, τι συνέβη όταν βρεθήκατε πάνω στο λευκό άλογο του Προφήτη;»

«Δεν έκανα καμιά κίνηση και αφέθηκα να με οδηγήσουν… Σιγά σιγά, ένας περίεργος λήθαργος έπαιρνε τη θέση της αγωνίας και του φόβου που είχα αισθανθεί στην αρχή αυτής της σατανικής περιπέτειας. Η μαύρη μορφή με βαστούσε και γω δεν έκανα πια καμιά προσπάθεια για να ξεφύγω. Μια απίστευτη γαλήνη είχε απλωθεί μέσα μου και σκέφτηκα πως βρισκόμουν κάτω από την ευεργετική επίδραση κάποιου ελιξήριου. Είχα πλήρη έλεγχο των αισθήσεών μου. Τα μάτια μου συνήθιζαν σιγά σιγά στο σκοτάδι που άλλωστε φωτιζόταν κάθε τόσο από σύντομες λάμψεις… Είχα την εντύπωση πως βρισκόμασταν σε κάποια στενή κυκλική στοά και συμπέρανα πως αυτή η στοά θα 'κανε το γύρο της Όπερας που κάτω απ' τη γη είναι τεράστια. Μια φορά μόνο είχα κατέβει σ' αυτά τα φανταστικά υπόγεια, όμως, ποτέ πιο πέρα απ' το τρίτο υπόγειο. Κι ωστόσο, δυο πατώματα πιο κάτω απλωνόταν μια ολόκληρη πόλη. Εκεί κάτω, είδα μορφές που μ' έκαναν να το βάλω στα πόδια. Εκεί κάτω υπάρχουν δαίμονες που στέκονται μπρος σε τεράστια καζάνια κραδαίνοντας φτυάρια και τσουγκράνες, που ανάβουν τις υψικάμινους με τεράστιες φλόγες και που, αν τολμήσετε να τους πλησιάσετε, σας απειλούν, ανοίγοντας μπροστά σας, ξαφνικά, τα πυρωμένα στόματα των φούρνων!… Έτσι κι εκείνη την εφιαλτική νύχτα, ενώ ο Σεζάρ ήσυχα ήσυχα με κουβαλούσε στην πλάτη του, είδα ξάφνου, από μακριά, από πολύ μακριά, σαν μέσα από αντεστραμμένο φακό μικροσκοπικούς μαύρους δαίμονες μπρος στις κόκκινες υψικάμινους των καλοριφέρ τους… Μια εμφανίζονταν… μια εξαφανίζονταν… εξακολούθησαν να εμφανίζονται κατά διαστήματα σ' όλη τη διάρκεια της παράξενης πορείας μας… Στο τέλος, εξαφανίστηκαν τελείως. Η αντρική μορφή εξακολουθούσε να με κρατά πάντα κι ο Σεζάρ προχωρούσε χωρίς οδηγό και με σίγουρο βήμα… Δεν ξέρω καθόλου πόσο διάρκεσε αυτό το ταξίδι μέσ' στη νύχτα. Είχα όμως την αίσθηση πως γυρνούσαμε γύρω γύρω… πως κατεβαίναμε ολοένα και πιο βαθιά στη γη. Ακολουθούσαμε μια άκαμπτη σπείρα που μας οδηγούσε στα έγκατα της γης… Μήπως όμως ήμουν ζαλισμένη;… Όχι, δεν το νομίζω… Είχα μιαν απίστευτη πνευματική διαύγεια. Σ' ένα σημείο, ο Σεζάρ τέντωσε τα ρουθούνια του, οσφρίστηκε την ατμόσφαιρα και άρχισε να προχωρά κάπως γρηγορότερα. Ένιωσα τον αέρα να υγραίνεται και μετά από λίγο ο Σεζάρ σταμάτησε. Η νύχτα φωτίστηκε. Μια γαλαζωπή ανταύγεια απλώθηκε γύρω. Προσπάθησα να καταλάβω πού βρισκόμασταν. Βρισκόμασταν στις όχθες μιας λίμνης που τα βαθιά μολυβένια της νερά χάνονταν μακριά, μέσα στο σκοτάδι… όμως η όχθη φωτιζόταν από το γαλαζωπό φως κι έτσι μπόρεσα να δω μια μικρή βάρκα δεμένη στην αποβάθρα.