Выбрать главу

«Βέβαια, ήξερα πως όλ' αυτά υπήρχαν πραγματικά και πως το θέαμα αυτής της λίμνης κι αυτής της βάρκας κάτω απ' τη γη δεν είχαν τίποτα το υπερφυσικό. Όμως, πρέπει να πάρετε υπόψη σας τις εξαιρετικές συνθήκες κάτω απ' τις οποίες έφτασα σ' αυτήν την όχθη. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα αισθανόντουσαν και οι ψυχές των νεκρών που έφταναν στα νερά της Στυγός. Είμαι σίγουρη πως ο Χάροντας δε θα ήταν πιο πένθιμος ούτε περισσότερο σιωπηλός από την ανθρώπινη μορφή που με μετέφερε στη βάρκα. Μήπως είχε τελειώσει η επίδραση του ελιξήριου; Το κρύο αυτού του τόπου ήταν αρκετό για να με συνεφέρει. Ο λήθαργος έφευγε κι έκανα μερικές κινήσεις που φανέρωναν πως ο τρόμος άρχιζε ξανά να με συνεπαίρνει. Ο αλλόκοτος συνοδός μου πρέπει να το κατάλαβε γιατί, με μια απότομη κίνηση, έδιωξε τον Σεζάρ που χάθηκε μέσ' στα σκοτάδια της στοάς… Άκουσα τον ήχο που έκαναν τα πέταλά του ανεβαίνοντας μια σκάλα· μετά, ο άντρας μπήκε στη βάρκα, αφού προηγούμενα την έλυσε. Πήρε τα κουπιά κι άρχισε να κωπηλατεί δυνατά και γρήγορα. Κάτω απ' τη μάσκα τα μάτια του με παρακολουθούσαν συνέχεια. Ένιωθα πάνω μου την ακινησία του βλέμματος του να με βαραίνει. Ολόγυρά μας το νερό δεν έκανε κανένα θόρυβο. Γλιστρούσαμε μέσα σ' αυτή τη γαλαζωπή ανταύγεια· μετά, βρεθήκαμε ξανά μέσ' στο απόλυτο σκοτάδι και αράξαμε. Η βάρκα ακούμπησε πάνω σε κάτι σκληρό. Για μια ακόμη φορά με σήκωσαν ψηλά για να με μεταφέρουν. Ξαναβρήκα τη δύναμη να ουρλιάξω. Ούρλιαξα. Ξάφνου, αιφνιδιασμένη απ' το φως, σώπασα. Με άφησε μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό φως. Μ' ένα πήδημα σηκώθηκα όρθια. Είχα επανακτήσει όλες μου τις δυνάμεις. Βρισκόμουν στη μέση ενός σαλονιού που ήταν διακοσμημένο και στολισμένο μόνο με λουλούδια, με λουλούδια που ήσαν υπέροχα αλλά και ηλίθια, γιατί ήταν όλα τους τοποθετημένα σε καλάθια με μεταξωτές κορδέλες, έτσι όπως τα πουλάνε τα ανθοπωλεία του δρόμου, λουλούδια πολύ «πολιτισμένα» σαν κι αυτά που συνήθως στέλνουν στο καμαρίνι μου μετά από κάθε πρεμιέρα. Στο κέντρο αυτής της πολύ παριζιάνικης ταρίχευσης στεκόταν όρθια, με σταυρωμένα χέρια, η μαύρη φιγούρα του άντρα… και… μίλησε:

»- Ησυχάστε Κριστίν, είπε. Δε διατρέχετε κανέναν κίνδυνο.

» Ήταν η Φωνή!

»Ο θυμός μου ήταν το ίδιο μεγάλος με την έκπληξή μου. Όρμησα πάνω στη μάσκα για να του τη βγάλω… ήθελα επιτέλους να γνωρίσω το πρόσωπο της Φωνής. Η αντρική μορφή μου είπε:

»- Δε διατρέχετε κανέναν κίνδυνο, φτάνει να μην αγγίξετε αυτή τη μάσκα!

«Φυλακίζοντάς μου απαλά τις παλάμες μ' έβαλε να κάτσω.

»Μετά, γονάτισε μπροστά μου και δεν είπε πια τίποτε!

»Η ταπεινοσύνη αυτής της στάσης μου ξανάδωσε κάποιο κουράγιο. Το φως που συγκεκριμενοποιούσε τα πάντα γύρω μου μ' επανάφερε στην πραγματικότητα της ζωής. Όσο εξωπραγματική κι αν ήταν η περιπέτειά μου, τώρα περιστοιχιζόταν από πράγματα συγκεκριμένα και θνητά, που μπορούσα να δω και ν' αγγίξω. Η ταπετσαρία αυτών των τοίχων, αυτά τα έπιπλα, αυτό το κηροπήγιο…αυτά τα βάζα τα γεμάτα λουλούδια, που μπορούσα να πω με ακρίβεια από πού αγοράστηκαν και πόσο κόστισαν, με τα χρυσά τους καλαθάκια, όλα όσα βρισκόντουσαν εκεί, μοιραία, περιόριζαν τη φαντασία μου στα στενά και συγκεκριμένα όρια ενός συνηθισμένου σαλονιού, ενός σαλονιού όμοιου με χιλιάδες άλλα που, όμως, έχουν τουλάχιστον το προτέρημα να μη βρίσκονται στα υπόγεια της Όπερας του Παρισιού. Σίγουρα, είχα να κάνω με έναν τρομερό τύπο που με κάποιο μυστηριώδη τρόπο είχε εγκατασταθεί εδώ. Όπως άλλοι από ανάγκη και με τη σιωπηλή συγκατάθεση της διεύθυνσης, έτσι κι αυτός είχε βρει ένα σίγουρο καταφύγιο μέσα στα υπόγεια αυτού του σύγχρονου πύργου της Βαβέλ όπου δολοπλοκούσαν, τραγουδούσαν κι αγαπούσαν σ' όλες τις γλώσσες και τις διαλέκτους του κόσμου.