»Έτσι η Φωνή, η Φωνή που είχα αναγνωρίσει κάτω απ' τη μάσκα, απ' αυτή τη μάσκα που μπορούσε να μου κρύψει το πρόσωπο, αλλά όχι τη φωνή, ήταν αυτό που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν γονατισμένο μπροστά μου: ένας άντρας!
«Εκείνη την ώρα δε σκεφτόμουν πια τη φριχτή κατάσταση όπου βρισκόμουνα, είχα πάψει ν' αναρωτιέμαι τι θ' απογίνω και ποιο ήταν το σκοτεινό και ψυχρά τυραννικό σχέδιο που με είχε οδηγήσει σ' αυτό το σαλόνι, όπως οδηγούν ένα φυλακισμένο στο κελί του ή μια σκλάβα στο χαρέμι. Όχι! Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως η Φωνή τελικά δεν ήταν άλλο απ' αυτό: η Φωνή ήταν ένας άντρας! Μπρος σ' αυτή την αποκάλυψη έβαλα τα κλάματα.
»Ο άντρας, που εξακολουθούσε να 'ναι γονατισμένος μπροστά μου, πρέπει να κατάλαβε τι ήταν αυτό που μ' έκανε να κλαίω, γιατί μου είπε:
»- Είναι αλήθεια, Κριστίν!… Δεν είμαι ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα, ούτε φάντασμα… Είμαι ο Ερίκ!»
Για μια ακόμη φορά η διήγηση της Κριστίν διακόπηκε. Στους δυο νέους φάνηκε πως η ηχώ είχε επαναλάβει πίσω τους: Ερίκ!… Ποια ηχώ;… Κοίταξαν γύρω τους και είδαν πως είχε πέσει η νύχτα. Ο Ραούλ πήγε να σηκωθεί αλλά η Κριστίν τον κράτησε κοντά της: «Καθίστε, Ραούλ! Πρέπει να τα μάθετε όλα τώρα, εδώ!»
«Γιατί εδώ, Κριστίν; Φοβάμαι μήπως κρυώσετε τώρα που έπεσε η νύχτα…»
«Το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε, φίλε μου, είναι οι καταπακτές κι εδώ βρισκόμαστε μακριά απ' τον κόσμο των καταπακτών… δεν έχω το δικαίωμα, δεν μπορώ να σας δω έξω απ' το θέατρο… Δεν πρέπει να του φέρουμε αντιρρήσεις τώρα… Δεν πρέπει να τον κάνουμε να υποψιαστεί τίποτα…»
«Κριστίν! Κριστίν! Κάτι μου λέει πως θάναι λάθος μας να περιμένουμε μέχρι κύριο βράδυ και πως πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως!»
«Μα, σας είπα πως αν δεν μ' ακούσει αύριο το βράδυ να τραγουδώ θα λυπηθεί αφάνταστα…»
«Μα, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείτε ν' αποφύγετε να λυπήσετε τον Ερίκ, αφού θα τον εγαταλείψετε για πάντα…»
«Έχετε δίκιο, Ραούλ… γιατί πραγματικά… αν το εγκαταλείψω… θα πεθάνει…»
Η νέα κοπέλα πρόσθεσε με υπόκωφη φωνή:
«Όμως, είμαστε επί ίσοις όροις… γιατί κι εμείς κινδυνεύουμε να μας σκοτώσει…»
«Σας αγαπά λοιπόν τόσο πολύ;»
«Ναι, ο έρωτάς του μπορεί να φτάσει ως το έγκλημα».
«Μα, μπορούμε ν' ανακαλύψουμε το κρυσφύγετό του… μπορούμε να πάμε να τον βρούμε. Αφού ο Ερίκ δεν είναι φάντασμα, μπορούμε να τον βρούμε, να του μιλήσουμε και να τον υποχρεώσουμε να μας απαντήσει!»
Η Κριστίν κούνησε το κεφάλι:
«Όχι! Όχι! Ραούλ! Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα στον Ερίκ!… Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να φύγουμε!»
«Και γιατί, αφού μπορούσαμε να φύγουμε, ξαναγυρίσατε κοντά του;»
«Γιατί έπρεπε… Θα καταλάβετε όταν σας πω το πώς έφυγα από κει…»
«Α! Πόσο τον μισώ!…» φώναξε ο Ραούλ… «και σεις Κριστίν, πείτε μου πως κι εσείς τον μισείτε… έχω ανάγκη να σας ακούσω να το λέτε για να μπορέσω να παρακολουθήσω πιο ήρεμα τη συνέχεια αυτής της απίστευτης ερωτικής ιστορίας… πείτε μου λοιπόν, τον μισείτε;».
«Όχι!» είπε η Κριστίν πολύ απλά.
«Προς τι, λοιπόν, όλες αυτές οι ιστορίες και τα μεγάλα λόγια; Τον αγαπάτε λοιπόν! Ο φόβος σας, ο τρόμος σας, όλ' αυτά δεν είναι άλλο από έρωτας, ένας έρωτας από τους πιο ηδονικούς. Είναι απ' αυτούς τους έρωτες που δύσκολα παραδέχεται κανείς», εξήγησε ο Ραούλ με πικρία. «Τον ερωτευτήκατε, ακριβώς γιατί και η σκέψη του ακόμα σας κάνει ν' ανατριχιάζετε!… Είσαστε ερωτευμένη μ' έναν άντρα που κατοικεί σ' ένα υπόγειο παλάτι!»
Γέλασε σαρκαστικά.
«Θέλετε λοιπόν να ξαναγυρίσω σ' αυτόν», τον διέκοψε απότομα η Κριστίν… «Προσέξτε Ραούλ, σας το είπα: αν ξαναπάω δε θα επιστρέψω ποτέ πια!»
Μια τρομαχτική σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους… ανάμεσα στους τρεις τους… τους δυο που μιλούσαν και τη σκιά που άκουγε…
«Πριν σας απαντήσω», είπε τελικά ο Ραούλ, με μια μακρόσυρτη φωνή, «θα ήθελα να ξέρω τι νιώθετε γι' αυτόν…»
«Φρίκη!» είπε αυτή… Τούτη η λέξη, που η Κριστίν πρόφερε με μια απίστευτη ένταση, σκέπασε όλους τους στεναγμούς της νύχτας.
«Αυτό είναι το χειρότερο», συνέχισε η Κριστίν με ολοένα μεγαλύτερη ταραχή… «Αισθάνομαι φρίκη γι' αυτόν, αλλά δεν τον σιχαίνομαι ούτε τον μισώ. Μα, πώς μπορώ να τον μισήσω, Ραούλ; Σκεφτείτε τον στα πόδια μου, εκεί στη λίμνη, κάτω απ' τη γη. Κατηγορεί και καταριέται τον εαυτό του, εκλιπαρεί τη συγνώμη μου!…