»Παραδέχεται την απάτη του. Μ' αγαπά! προσφέρει στα πόδια μου έναν τεράστιο, τραγικό έρωτα!… Ο έρωτας που ένιωθε για μένα τον έκανε να με κλέψει! Μ' έκλεισε μαζί του μέσα στη γη… από έρωτα… Όμως, με σέβεται, όμως σέρνεται στα πόδια μου, όμως αναστενάζει, όμως κλαίει!… Κι όταν σηκώνομαι, Ραούλ, όταν του λέω πως αν δεν μου ξαναδώσει αμέσως την ελευθερία που μου στέρησε, το μόνο που μπορώ να νιώσω γι' αυτόν είναι περιφρόνηση… πράγμα απίστευτο, μου την προσφέρει… είμαι ελεύθερη να φύγω… Είναι έτοιμος να μου δείξει το μυστηριώδη δρόμο… μόνο που… μόνο που σηκώνεται κι αυτός και γω δεν μπορώ να ξεχάσω πως μπορεί να μην είναι ούτε φάντασμα, ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα. Εξακολουθεί όμως πάντα να είναι η Φωνή… γιατί… γιατί όταν σηκώνεται τραγουδά!…
»Και γω τον ακούω… και μένω!
»Εκείνρ το βράδυ, δεν είπαμε τίποτ' άλλο… Είχε πάρει μια άρπα κι άρχισε να μου τραγουδά, αυτός, η φωνή ενός άντρα, η φωνή ενός αγγέλου, φωνή ανθρώπινη, φωνή αγγελική, το ρομάτζο της Δεισδαιμόνας. Θυμήθηκα πως κι εγώ είχα τραγουδήσει το ίδιο κομμάτι και ντράπηκα. Φίλε μου, η μουσική μπορεί να εξαφανίσει οτιδήποτε έχει σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, οτιδήποτε πέρα από αυτούς τους ήχους που έρχονται κι αγγίζουν την καρδιά σου. Η αλλόκοτη περιπέτειά μου, ξεχάστηκε τελείως. Το μόνο που υπήρχε ήταν η φωνή και γω, θαμπωμένη και μεθυσμένη, την ακολουθούσα στο αρμονικό της ταξίδι… Όμοια με τα μαγεμένα απ' τον μυθικό Ορφέα ζωάκια… Με σεργιανούσε στον πόνο και στη χαρά, στο μαρτύριο, στην απελπισία και στην ανεμελιά, στο θάνατο και στους θριαμβευτικούς υμεναίους… Άκουγα… Τραγουδούσε… Τραγούδησε άγνωστες μουσικές… μ' έκανε ν' ακούσω μια καινούργια μουσική που μου προξενούσε μια περίεργη αίσθηση γλυκύτητας, χαύνωσης, ανάπαυσης… μια μουσική που αφού πήρε ψηλά την ψυχή μου, σιγά σιγά την καθησύχαζε οδηγώντας την στο κατώφλι του ονείρου. Με πήρε ο ύπνος.
» Όταν ξύπνησα ήμουν μόνη σε μια σεζλόγκ, μέσα σ' ένα μικρό, πολύ απλό δωμάτιο. Είχε ένα συνηθισμένο κρεβάτι από ακαζού και φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα που βρισκόταν πάνω σ' ένα παλιό μαρμάρινο κομοδίνο “Λουί Φιλίπ”. Τι ήταν αυτό το καινούργιο σκηνικό;… Έπιασα το μέτωπό μου σαν για να διώξω ένα κακό όνειρο!… Αλίμονο! Δεν άργησα να καταλάβω πως δεν ονειρευόμουνα! Ήμουν φυλακισμένη και δεν μπορούσα να βγω από το δωμάτιο μου παρά μόνο για να πάω στο μπάνιο, σ' ένα πραγματικά πολύ άνετο μπάνιο. Με άφθονο ζεστό και κρύο νερό. Όταν γύρισα στο δωμάτιό μου είδα πάνω στο κομοδίνο ένα σημείωμα, γραμμένο με κόκκινο μελάνι, που με πληροφορούσε σε ποια θλιβερή κατάσταση βρισκόμουνα και μ' έκανε να μην έχω πια την παραμικρή αμφιβολία πάνω στην πραγματικότητα των γεγονότων. “Αγαπητή μου Κριστίν”, έλεγε το χαρτί, “δε χρειάζεται ν' ανησυχείτε για την τύχη σας. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος κανείς που να σας σέβεται περισσότερο από μένα· είμαι ο καλύτερός σας φίλος. Αυτή τη στιγμή είσαστε μόνη, σ' αυτό το σπίτι που σας ανήκει. Έχω βγει για να πάω στα μαγαζιά και να σας φέρω ό,τι μπορεί να χρειαστείτε”.
»- Μα την αλήθεια! φώναξα, έπεσα στα χέρια ενός τρελού. Τι θ' απογίνω; Για πόσο καιρό σκέφτεται άραγε αυτός ο άθλιος να με κρατά κλειδωμένη μέσα στην υπόγεια φυλακή του;
«Άρχισα να τρέχω μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα σαν τρελή, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρω μια έξοδο. Κατηγορούσα με σκληρότητα τον εαυτό μου για τις προλήψεις μου κι ένιωθα μια φριχτή ευχαρίστηση στο να χλευάζω την απίστευτη αθωότητά μου που μ' έκανε να πιστέψω στη Φωνή, που μ' έκανε να πιστέψω στη φωνή του πνεύματος της μουσικής… Όταν κανείς είναι τόσο ηλίθιος θα πρέπει να περιμένει να του συμβούν οι μεγαλύτερες συμφορές και θάναι άξιος της τύχης του! Μου 'ρχόταν να χτυπήσω τον εαυτό μου κι άρχισα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα για τα χάλια μου. Σ' αυτήν την κατάσταση με βρήκε ο Ερίκ.
«Αφού χτύπησε τρεις φορές ελαφριά τον τοίχο, μπήκε ήσυχα ήσυχα από μια πόρτα, που εγώ δεν είχα ανακαλύψει, και που άφησε ανοιχτή. Ήταν φορτωμένος πακέτα τα οποία ακούμπησε, χωρίς να βιάζεται, πάνω στο κρεβάτι μου, ενώ εγώ τον έβριζα και τον προκαλούσα να βγάλει τη μάσκα του… αν ήταν έντιμος θα 'πρεπε να φανερώσει το πρόσωπό του…
»Μου απάντησε με μια μεγάλη γαλήνη:
»- Το πρόσωπο του Ερίκ δε θα το δείτε ποτέ.
»Μετά, με μάλωσε γιατί δεν είχα ακόμη πλυθεί. Με πληροφόρησε πως η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι. Μου άφησε μισή ώρα για την τουαλέτα μου και πήρε το ρολόι μου για να το βάλει στη σωστή ώρα. Μετά απ' αυτό, με κάλεσε στην τραπεζαρία όπου, καθώς μου ανάγγειλε, μας περίμενε ένα θαυμάσιο γεύμα. Πεινούσα τρομαχτικά, του 'κλεισα την πόρτα στα μούτρα και μπήκα στην τουαλέτα. Μπήκα στη μπανιέρα, αφού πήρα δίπλα μου ένα θαυμάσιο ψαλίδι, με το οποίο ήμουν αποφασισμένη να σκοτώσω τον Ερίκ αν, αφού συμπεριφέρθηκε σαν τρελός, έπαυε να συμπεριφέρεται σαν έντιμος άντρας. Το δροσερό νερό μου 'κανε πολύ καλό κι όταν εμφανίστηκα ξανά μπροστά στον Ερίκ είχα πάρει τη συνετή απόφαση να μην τον προκαλέσω και να μην αναφερθώ στα προηγούμενα. Ήμουν αποφασισμένη ακόμα και να τον κολακέψω, αν ήταν ανάγκη, για ν' αποκτήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα την ελευθερία μου. Τελικά, αυτός πρώτος μου μίλησε για τα σχέδια που είχε για μένα, με σκοπό να με καθησυχάσει, καθώς είπε. Μου είπε, λοιπόν, πως η συντροφιά μου του έδινε τόση μεγάλη χαρά που του ήταν αδύνατον να με αποχωριστεί αμέσως, όπως είχε σκεφτεί να κάνει την προηγούμενη, όταν είδε το τρομοκρατημένο μου πρόσωπο. Έπρεπε, συνέχισε, να καταλάβω πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να με τρομάζει η παρουσία του δίπλα μου. Μου 'πε πως μ' αγαπούσε μα πως δε θα μου το ξανάλεγε παρά μόνο όταν, και αν, θα του το επέτρεπα κι ότι όλον τον υπόλοιπο καιρό θα τον περνούσαμε με μουσική.