Выбрать главу

»- Τι θέλετε να πείτε: “όλον τον υπόλοιπο καιρό;” τον ρώτησα.

»Η απάντηση του ήταν συγκεκριμένη:

»- Πέντε μέρες.

»- Και μετά θα είμαι ελεύθερη;

»- Θα είστε ελεύθερη, Κριστίν, γιατί μετά από αυτές τις πέντε μέρες θα έχετε καταλάβει και δε θα με φοβάστε πια. Τότε θα 'ρχεστε μόνη σας πότε πότε να βλέπετε τον καημένο τον Ερίκ!…

»Το ύφος που είχε όταν πρόφερε αυτά τα τελευταία λόγια, με τάραξε πάρα πολύ. Έκφραζε μια τόσο βαθιά, αληθινά αξιολύπητη απελπισία που μ' έκανε να φαντάζομαι πίσω απ' τη μάσκα ένα πρόσωπο γεμάτο τρυφερότητα. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια του κι αυτό μ' έκανε να νιώθω ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία κοιτάζοντας αυτό το μυστηριώδες τετράγωνο κομμάτι από μεταξωτό μαύρο ύφασμα. Όμως, στην άκρη της μάσκας φάνηκαν ένα, δύο, τρία, τέσσερα δάκρυα.

»Μου έδειξε σιωπηλά ένα μέρος απέναντι του για να κάτσω, ένα μικρό σκαμνάκι στη μέση του δωματίου, εκεί όπου την προηγούμενη είχε καθήσει και είχε παίξει άρπα. Κάθησα πολύ ταραγμένη. Παρ' όλ' αυτά, έφαγε με μεγάλη όρεξη μερικές καραβίδες, ένα φτερό ψητού κοτόπουλου μαγειρεμένου με λίγο κρασί από το Τοκάι, που είχε πάει να φέρει ο ίδιος από τις κάβες του Κιένιζγκμπεργκ, στις ίδιες κάβες που άλλοτε πήγαινε ο Φάλσταφ. Όσο γι' αυτόν, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Τον ρώτησα από πού είναι κι αν το όνομά του, Ερίκ, φανερώνει πως κατάγεται από τη Σκανδιναβία. Μου απάντησε πως δεν έχει ούτε όνομα ούτε πατρίδα και πως τυχαία διάλεξε το όνομα Ερίκ. Τον ρώτησα, γιατί, αφού μ' αγαπούσε, δεν προσπάθησε να βρει έναν άλλον τρόπο να μου το πει, αντί να με πάρει με τη βία και να με φυλακίσει στα έγκατα της γης!

»- Είναι πολύ δύσκολο, είπα, ν' αγαπηθεί κάποιος μέσα σ' έναν τάφο.

»- Υπάρχουν, είπε, μ' ένα ιδιαίτερο ύφος, περιπτώσεις που μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.

»Μετά, σηκώθηκε και μου έτεινε το χέρι για να με καλωσορίσει, όπως είπε, στο διαμέρισμα· εγώ όμως, τράβηξα απότομα το χέρι μου αφήνοντας μια κραυγή. Αυτό που είχα αγγίξει ήταν κάτι υγρό και κοκαλιάρικο” θυμήθηκα πως τα χέρια του μύριζαν θάνατο.

»- Ω! συγνώμη! αναστέναξε, και άνοιξε μπροστά μου μια πόρτα.

»- Να το δωμάτιό μου, είπε. Αξίζει τον κόπο νομίζω να το δείτε… Έρχεστε;

»Δε δίστασα. Οι τρόποι του, τα λόγια του, όλο του το ύφος μου 'λεγαν να του 'χω εμπιστοσύνη… εν πάσει περιπτώσει, ένιωθα πως δεν υπήρχε λόγος να τον φοβάμαι.

»Μπήκα μέσα. Μου φάνηκε πως έμπαινα σε νεκροθάλαμο. Οι τοίχοι ήταν μαύροι, στη θέση όμως του λευκού, που συνήθως χρησιμοποιείται στις πένθιμες διακοσμήσεις, υπήρχαν τεράστιες νότες μουσικής… Στη μέση αυτού του δωματίου υπήρχε ένας τεράστιος ουρανός απ' όπου κρέμονταν κόκκινες κουρτίνες και κάτω απ' αυτόν τον ουρανό υπήρχε ένα ανοιχτό φέρετρο.

»Μπρος σ' αυτό το θέαμα τραβήχτηκα προς τα πίσω.

»- Εκεί μέσα κοιμάμαι, είπε ο Ερίκ. Πρέπει κανείς να συνηθίζει σ' όλα στη ζωή, ακόμη και στην αιωνιότητα.

«Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Δεν μπορούσα ν' αντικρύζω αυτό το αλλόκοτο θέαμα. Τότε είδα τα πλήκτρα ενός αρμόνιου που καταλάμβανε τον έναν τοίχο του δωματίου… Πάνω στο αρμόνιο ήταν ένα τετράδιο γεμάτο κόκκινες νότες. Τον ρώτησα αν μπορώ να το δω και διάβασα την πρώτη σελίδα: Ο Δον Ζουάν θριαμβεύων.

»- Ναι, μου είπε, καμιά φορά συνθέτω. Αυτό το έργο το 'χω αρχίσει εδώ και είκοσι χρόνια. Όταν θα τελειώσει θα το πάρω μαζί μου στο φέρετρο και δε θα ξαναξυπνήσω ποτέ πια.

»- Τότε πρέπει να δουλεύετε πολύ σπάνια, όσο το δυνατόν πιο σπάνια είπα.

»- Μερικές φορές δουλεύω δεκαπέντε μέρες και δεκαπέντε νύχτες συνέχεια και τότε ζω μόνο με τη μουσική, τίποτ' άλλο δεν υπάρχει για μένα. Μετά ξεκουράζομαι για χρόνια.

»- Θέλετε να μου παίξετε κάτι από τον Θριαμβεύοντα Δον Ζουάν σας; τον ρώτησα, νομίζοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε, κατανικώντας την απώθηση που μου δημιουργούσε αυτό το δωμάτιο του θανάτου.