»- Μη μου ζητάτε κάτι τέτοιο, απάντησε με βαριά φωνή. Αυτός ο Δον Ζουάν δε γράφτηκε πάνω στα λόγια ενός Λορέντζο ντ' Απόντε, εμπνευσμένου χπό το κρασί, τους περιστασιακούς έρωτες και το βίτσιο και τιμωρημένου τελικά απ' το Θεό. Αν θέλετε, μπορώ να σας παίξω Μότσαρτ που θα 'κανε τα όμορφα μάτια σας να δακρύσουν και θα σας εμπνεύσει όμορφες σκέψεις. Ο δικός μου Δον Ζουάν, Κριστίν, καίει, δίχως ωστόσο να 'χει καμιά σχέση με κάποια θεϊκή φλόγα!…
«Επιστρέψαμε στο σαλόνι. Πρόσεξα πως πουθενά σ' αυτό το διαμέρισμα δεν υπήρχε καθρέφτης. Ο νους μου γύριζε σ' αυτό αλλά εκείνη την ώρα ο Ερίκ κάθησε στο πιάνο. Μου είπε:
»- Βλέπετε, Κριστίν, υπάρχει μια μουσική τόσο τρομερή που αφανίζει όσους την πλησιάζουν. Εσείς, ευτυχώς, δεν έχετε αγγίξει αυτή τη μουσική, γιατί τότε θα χάνατε τα δροσερά σας χρώματα και κανείς δε θα σας αναγνώριζε πια σαν θα γυρνούσατε στο Παρίσι. Ας τραγουδήσουμε όπερα, Κριστίν Ντααέ.
»Μου είπε:
»- Ας τραγουδήσουμε όπερα, Κριστίν Ντααέ, σαν να μου 'λεγε κάτι κακό.
»Όμως, δεν πρόλαβα να στενοχωρηθώ. Αρχίσαμε αμέσως να τραγουδάμε το ντούο από τον Οθέλλο κι η καταστροφή άρχισε να πλανιέται γύρω μας. Αυτή τη φορά έδωσε σε μένα το ρόλο της Δεισδαιμόνας που τραγούδησα νιώθοντας αληθινή απελπισία και τρόμο, έτσι όπως ποτέ 'δεν είχα νιώσει μέχρι τότε. Η παρουσία ενός τέτοιου παρτενέρ αντί να μ' εκμηδενίζει μου ενέπνεε έναν υπέροχο τρόμο. Όλ' αυτά που μου είχαν συμβεί μ' έκαναν να πλησιάζω ουσιαστικά τη σκέψη του ποιητή, ένιωθα όλες αυτές τις συναισθηματικές αποχρώσεις που θα 'πρεπε να είχαν εμπνεύσει το μουσικό. Όσο γι' αυτόν, η φωνή του ήταν βροντερή, η εκδικητική ψυχή του εκφραζόταν σε κάθε ήχο μ' έναν τρόπο που έδινε στη μουσική τρομαχτική δύναμη. Ο έρωτας, η ζήλεια, το μίσος ξεσπούσαν γύρω μας με σπαραχτικές φωνές. Η μαύρη μάσκα του Ερίκ μου 'φερνε στο νου τη φυσική μάσκα του Μαύρου της Βενετίας. Ήταν ο ίδιος ο Οθέλλος. Νόμισα πως θα με χτυπούσε, πως θα 'πεφτα κάτω απ' τα χτυπήματα του… κι όμως δεν έκανα την παραμικρή κίνηση για να του ξεφύγω, για ν' αποφύγω την οργή του, όπως η ντροπαλή Δεισδαιμόνα. Αντίθετα, εγώ τον πλησίαζα, σαγηνευμένη, γοητευμένη, ανακαλύπτοντας μέσα σ' ένα τέτοιο πάθος την ομορφιά του θανάτου. Όμως, προτού πεθάνω θέλησα να γνωρίσω τα άγνωστα χαραχτηριστικά αυτού που έκφραζε τη φλόγα της αιώνιας τέχνης, για να κρατήσω με το τελευταίο μου βλέμμα την υπέροχη εικόνα. Θέλησα να δω το πρόσωπο της Φωνής και ενστικτώδικα, με μια αυθόρμητη κίνηση που δε συνειδητοποίησα, γιατί ήμουν εκτός εαυτού, τα δάχτυλά μου τράβηξαν τη μάσκα…
»Ω! Φρίκη!… Φρίκη!… ανείπωτη φρίκη!…» Η Κριστίν σταμάτησε μπρος στη θύμηση αυτής της εικόνας κι έμοιαζε να προσπαθεί ακόμη να τη διώξει με τα τρεμάμενα χέρια της, ενώ η ηχώ της νύχτας, που πριν είχε επαναλάβει τρεις φορές το όνομα του Ερίκ, τώρα επαναλάμβανε τρεις φορές την κραυγή: «Φρίκη! Φρίκη! Φρίκη!» Η Κριστίν κι ο Ραούλ, που η τρομαχτική διήγηση τους είχε φέρει ακόμη πιο κοντά, σήκωσαν τα μάτια προς τ' άστρα που έλαμπαν σ' ένα γαλήνιο και καθαρό ουρανό. Ο Ραούλ είπε:
«Περίεργο, Κριστίν, αλλά, αυτή η νύχτα η τόσο γλυκιά και τόσο ήρεμη, είναι γεμάτη αναστεναγμούς. Θα 'λεγε κανείς πως θρηνεί μαζί μας!»
Εκείνη του απάντησε:
«Τώρα που θα μάθετε το μυστικό, θ' ακούτε και σεις, όπως και γω, συνέχεια θρήνους».
Έπιασε σφιχτά τα προστατευτικά χέρια του Ραούλ και καθώς το κορμί της ρίγησε από τη φριχτή σκέψη, συνέχισε:
«Ακόμα κι αν ζήσω εκατό χρόνα, πάντα θ' ακούω αυτήν την υπεράνθρωπη κραυγή του, την κραυγή του καταχθόνιου πόνου του και της δαιμονικής οργής του. Το πράγμα αποκαλύφτηκε μπρος στα μάτια μου που 'χαν γίνει τεράστια από τον τρόμο και το στόμα μου έχασκε ορθάνοιχτο, ανίκανο ν' αρθρώσει τον παραμικρότερο ήχο.
»Ω, Ραούλ! το πράγμα! πώς να πάψω να βλέπω αυτό το πράγμα! Όπως στ' αφτιά μου θ' αντηχούν πάντα οι κραυγές του, έτσι και τα μάτια μου θα 'ναι για πάντα στοιχειωμένα από το πρόσωπό του! Τι εικόνα! Πώς να πάψω να την βλέπω, πώς να σας κάνω να την δείτε;… Ραούλ, έχετε δει πώς γίνονται οι νεκροκεφαλές όταν στεγνώνουν εντελώς από το πέρασμα των αιώνων; Ίσως όμως, αν δεν είσασταν θύμα κάποιου εφιάλτη, να ήταν αυτός η νεκροκεφαλή που είδατε μέσα στη νύχτα του Περός. Άλλωστε, είδατε στο τελευταίο μπαλ μασκέ τον “κόκκινο Θάνατο”. Όμως όλες αυτές οι νεκροκεφαλές ήταν ακίνητες και ο βουβός τρόμος δεν ήταν ζωντανός! Φαντασθείτε ωστόσο, αν μπορείτε, τη μάσκα του θανάτου να ζωντανεύει ξαφνικά για να εκφράσει με τις τέσσερις μαύρες τρύπες που έχει στη θέση των ματιών της μύτης και του στόματος, ένα φοβερό θυμό, την οργή ενός δαίμονα δίχως βλέμμα, στις τρύπες των ματιών γιατί, όπως έμαθα αργότερα, τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια του δεν μπορεί να τα δει κανείς παρά μόνο μέσα στη βαθιά νύχτα… Κολλημένη καθώς ήμουν πάνω στον τοίχο, θα πρέπει να ήμουν η προσωποποίηση του φόβου όπως αυτός ήταν η προσωποποίηση του Αποτρόπαιου.