»Τότε πλησίασε τρίζοντας απαίσια τα ξέσκεπα, δίχως χείλια, δόντια του κι ενώ έπεφτα στα γόνατα, μου σφύριζε στ' αφτιά με μίσος πράγματα παράλογα, δίχως νόημα, λέξεις δίχως ειρμό, κατάρες, ντελίριο… Μήπως ξέρω και γω τι ακριβώς έλεγε…μήπως ξέρω;…
«Σκυμμένος πάνω μου μού 'λεγε: — Κοίτα! Ήθελες να δεις! Δες λοιπόν! Φύλαξε μέσ' στα μάτια σου, χόρτασε την ψυχή σου με την καταραμένη μου ασχήμια! Κοίτα λοιπόν το πρόσωπο του Ερίκ! Τώρα ξέρεις το πρόσωπο της Φωνής! Δε σου αρκούσε το να μ' ακούς; Ήθελες να μάθεις πώς είμαι. Είσαστε τόσο περίεργες όλες εσείς οι γυναίκες!
«Έπειτα άρχισε να γελάει επαναλαμβάνοντας: Είσαστε τόσο περίεργες όλες εσείς οι γυναίκες!… Το γέλιο του ήταν βροντερό, βραχνό, μανιασμένο, καταπληκτικό… Έλεγε ακόμα:
»- Είσαι ικανοποιημένη τώρα; Είμαι όμορφος ε;… Όταν μια γυναίκα με δει γίνεται δική μου, δική μου για πάντα… μ' αγαπά παντοτινά! Είμαι κλασικός τύπος Δον Ζουάν εγώ!…
»…και όρθιος, με το χέρι στους γοφούς, κουνώντας πάνω στους ώμους του το αποτρόπαιο πράγμα έλεγε:
»- Κοίτα με λοιπόν! Είμαι ο Δον Ζουάν θριαμβεύων!
»Και, καθώς γυρνούσα αλλού το κεφάλι, παρακαλώντας τον να με λυπηθεί, μ' άρπαξε απ' τα μαλλιά με τα νεκρικά του δάχτυλα αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω.
«Φτάνει! Φτάνει», τη διέκοψε ο Ραουλ! «Θα τον σκοτώσω. Θα τον σκοτώσω! Για όνομα του Θεού, Κριστίν, πες μου πού βρίσκεται αυτή η τραπεζαρία της λίμνης! Πρέπει να τον σκοτώσω!»
«Ω, αγαπημένε μου Ραούλ! άκουσε με λοιπόν! Αφού θες να τα μάθεις όλα, άκου! Μ' έσερνε απ' τα μαλλιά και τότε… τότε… Ω! αυτό ήταν ακόμη πιο φριχτό!»
«Έλα, λοιπόν, πες μου!…» ξέσπασε αγριεμένος ο Ραούλ. «Πες μου γρήγορα».
«Τότε μου ψιθύρισε; Τι συμβαίνει λοιπόν; Σε τρομάζω; Δεν αποκλείεται!… Μήπως νομίζεις πως φοράω ακόμη μάσκα; και πως αυτό εδώ… αυτό το κεφάλι μου, είναι μια μάσκα; Κι όμως! άρχισε να ουρλιάζει. Τράβα το λοιπόν κι αυτό όπως τράβηξες τη μάσκα! Έλα λοιπόν, έλα! Ακόμη μια φορά! ακόμη… το θέλω! Τα χέρια σου! Τα χέρια σου!… Δώσε μου τα χέρια σου… αν δεν σου φτάνουν θα σου δανείσω τα δικά μου… κι οι δυο μαζί θα προσπαθήσουμε να τραβήξουμε τη μάσκα.
«Κυλιόμουν στα πόδια του, όμως αυτός μου πήρε τα χέρια, Ραούλ… και τα βύθισε μέσα στη φρίκη του προσώπου του… Με τα νύχια μου ξέσκισε τις σάρκες του, αυτές τις απαίσιες νεκρές σάρκες!
»- Μάθε! μάθε με λοιπόν! φώναζε πνιχτά, μέσα απ' το λαρύγγι του που σφύριζε σαν φυσερό…μάθε πως είμαι φτιαγμένος ολόκληρος από θάνατο!… από την κορφή ως τα νύχια!… και πως αυτός που σ' αγαπά είναι ένα πτώμα, ένα κουφάρι που σε λατρεύει και που δε θ' αφήσεις ποτέ πια! Ποτέ!… Θα μεγαλώσω το φέρετρο Κριστίν, γι' αργότερα, όταν θα 'μαστε στην αρχή των ερώτων μας!… Κοίτα! Δε γελώ πια, βλέπεις;… κλαίω… κλαίω πάνω σου, κλαίω για σένα Κριστίν που μου άρπαξες τη μάσκα και που ακριβώς γι' αυτό δε θα μπορέσεις ποτέ να μ' αφήσεις!… Όσο νόμιζες πως μπορεί να ήμουν όμορφος μπορεί να επέστρεφες… το ξέρω πως θα επέστρεφες… τώρα όμως που γνωρίζεις τη δυσμορφία μου, την ασχήμια μου, θα φύγεις για πάντα… Σε κρατώ!!! Γιατί θέλησες να δεις το πρόσωπο μου; Παράλογη! Τρελή Κριστίν που θέλησες να με δεις!… θέλησες να με δεις εσύ τη στιγμή που ο ίδιος μου ο πατέρας δε μ' έχει δει ποτέ και η μητέρα μου, για να μη με βλέπει, μου 'κανε κλαίγοντας ως πρώτο δώρο μια μάσκα!
«Επιτέλους με άφησε και τώρα σερνόταν κάτω στο πάτωμα με φριχτούς σπασμούς. Μετά, λες κι ήταν ερπετό, γλίστρησε, σύρθηκε έξω απ' το δωμάτιο, χώθηκε στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα. Έμεινα μόνη, απαλλαγμένη από το θέαμα του πράγματος, παραδομένη στον τρόμο και τις σκέψεις μου. Μια βαριά σιωπή, η σιωπή του τάφου, διαδέχθηκε αυτή τη θύελλα και άρχισα ν' αναλογίζομαι τις φοβερές συνέπειες της κίνησής μου. Τα τελευταία λόγια του Τέρατος δεν μου είχαν αφήσει περιθώρια ν' αμφιβάλλω. Εγώ μόνη μου είχα φυλακιστεί και η περιέργειά μου θα γινόταν τώρα η αιτία όλων μου των δεινών. Εκείνος με είχε προειδοποιήσει… Μου είχε πει πολλές φορές πως δε διέτρεχα κανέναν απολύτως κίνδυνο… όσο δεν άγγιζα τη μάσκα του… και γω την άγγιξα. Καταριόμουν την επιπολαιότητά μου, ενώ, ταυτόχρονα διαπίστωνα ανατριχιάζοντας πως ο συλλογισμός του τέρατος ήταν λογικός. Ναι, θα ξαναρχόμουν, θα επέστρεφα αν δεν είχα δει το πρόσωπό του… Με είχε κιόλας συγκινήσει, μου είχε κινήσει τον ενδιαφέρον, με είχε κάνει να τον λυπηθώ με τα δάκρυά του που κυλούσαν πίσω απ' τη μάσκα…πραγματικά δε θα μπορούσα ν' αντισταθώ στα παρακάλια του. Άλλωστε, δεν ήμουν αχάριστη και η αδυναμία του, η αναπηρία του, δεν μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω πως ήταν η Φωνή και πως μ' είχε ζεστάνει με το πνεύμα του. Θα επέστρεφα! Τώρα όμως, αν θα ξανάβγαινα απ' αυτές τις κατακόμβες, σίγουρα, δε θα επέστρεφα ποτέ πια!