Выбрать главу

Δεν επιστρέφει κανείς για να κλειστεί σ' έναν τάφο παρέα μ' ένα πτώμα που τον αγαπά!

»Από τον τρόπο που με κοιτούσε στη διάρκεια της σκηνής, ή μάλλον από τον τρόπο που με πλησίαζαν οι δυο μαύρες τρύπες του αόρατου βλέμματός του, είχα νιώσει την αγριότητα του πάθους του. Σκεφτόμουν πως για να μπορέσει να συγκρατηθεί και να μην με πάρει στην αγκαλιά του την ώρα που ήμουν εντελώς ανίκανη να προβάλλω την παραμικρότερη αντίσταση, θα 'πρεπε αυτό το τέρας να 'χει μια αγγελική αδελφή ψυχή κι ίσως, τελικά, ήταν κατά κάποιον ο Άγγελος της μουσικής κι ίσως θα ήταν ο Άγγελος της μουσικής αν ο Θεός του είχε χαρίσει ομορφιά αντί για σκουπίδια!

» Ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου και φοβόμουν μήπως ξανανοίξει η πόρτα του δωματίου με το φέρετρο και ξαναδώ τη μορφή του τέρατος δίχως μάσκα. Έτσι, πήγα στο δωμάτιό μου και πήρα κοντά το ψαλίδι που θα μπορούσε να βάλει τέλος στην παράξενη μοίρα μου… Τότε ακούστηκαν οι ήχοι του αρμόνιου…

»Τότε, φίλε μου, άρχισα να καταλαβαίνω τα λόγια του Ερίκ πάνω σ' αυτό που, με μια περιφρόνηση που μ' εντυπωσίασε, ονόμαζε μουσική όπερας. Αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι με είχε γοητεύσει μέχρι τότε. Ο Θριαμβεύων Δον Ζουάν του (ήμουν σίγουρη πως είχε καταφύγει στο αριστούργημά του για να ξεχάσει την προηγούμενη φρίκη), ο Θριαμβεύων Δον Ζουάν του, στην αρχή μου φάνηκε ένας μακρόσυρτος φριχτός και θαυμάσιος λυγμός, όπου ο καημένος ο Ερίκ έκφραζε όλη του την καταραμένη δυστυχία.

»Κοιτούσα ξανά το τετράδιο με τις κόκκινες νότες και τώρα πια μπορούσα να φανταστώ πως αυτή η μουσική είχε γραφεί με αίμα. Με σεργιάνιζε σε όλες τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Με οδηγούσε σε κάθε γωνιά της αβύσσου, της αβύσσου που βρισκόταν ο άσχημος άντρας. Μου έδειχνε τον Ερίκ να χτυπά φριχτά το καημένο, το βδελυρό του κεφάλι στους πένθιμους τοίχους αυτής της κόλασης, όπου είχε καταφύγει ακριβώς για να μην τρομάζει το ανθρώπινο βλέμμα. Έστεκα εκεί, εξουθενωμένη, με κομμένη την ανάσα, αξιολύπητη και νικημένη, να παρακολουθώ την έκρηξη αυτών των γιγαντιαίων ακόρντων που θεοποιούσαν τον πόνο. Μετά, οι ήχοι που υψώνονταν από την άβυσσο συγκεντρώνονταν αναπάντεχα σ' ένα εξαίσιο απειλητικό πέταγμα. Το περιστρεφόμενο κοπάδι τους έμοιαζε να υψώνεται για να κυριεύσει τους ουρανούς, όπως ο αετός υψώνεται προς τον ήλιο. Τέλος, μια θριαμβική συμφωνία αγκάλιασε τον κόσμο όλον… Κατάλαβα πως το έργο είχε επιτέλους ολοκληρωθεί και πως η Ασχήμια, πάνω στα φτερά του Έρωτα, είχε τολμήσει να κοιτάξει κατά πρόσωπο την Ομορφιά! Ήμουν σαν μεθυσμένη. Η πόρτα που με χώριζε από τον Ερίκ άνοιξε κάτω απ' τις προσπάθειές μου. Ακούγοντάς με σηκώθηκε όρθιος αλλά δεν τόλμησε να γυρίσει προς το μέρος μου.

»- Ερίκ, φώναξα, δείξτε μου το πρόσωπό σας χωρίς να φοβάστε. Σας ορκίζομαι πως είστε ο πιο πονεμένος και πιο θείος από τους ανθρώπους και αν η Κριστίν Ντααέ ανατριχιάσει ξανά κοιτάζοντας σας θα 'ναι μόνο γιατί θα φέρει στο νου της τη λαμπρότητα του πνεύματος σας!

»Τότε ο Ερίκ, με πίστεψε και γύρισε και εγώ… αλίμονο!… ενώ είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου… Ύψωσε παράφορα τα χέρια του προς τη Μοίρα και σωριάστηκε στα γόνατά μου προφέροντας λόγια αγάπης και έρωτα…

»…Λόγια αγάπης από το νεκρικό του στόμα… κι η μουσική είχε σταματήσει…

«Φιλούσε το κάτω μέρος του φορέματός μου· δεν πρόσεξε πως είχα κλείσει τα μάτια μου.

»Τι άλλο μένει να σας πω, φίλε μου; Τώρα γνωρίζετε το δράμα… Για δεκαπέντε μέρες ήταν σαν να 'χε ξαναγεννηθεί… δεκαπέντε μέρες που εγώ έλεγα ψέματα. Το ψέμα μου ήταν κι αυτό φριχτό, όπως και το τέρας που μου το ενέπνευσε… αυτό ήταν το τίμημα της ελευθερίας μου. Έκαψα τη μάσκα του. Ήμουν τόσο καλή, που ακόμη κι όταν δεν τραγουδούσε τολμούσε ν' αναζητήσει ένα μου βλέμμα, όμοια με φοβισμένο σκυλί που στριφογυρνά γύρω απ' τον αφέντη του. Έτσι κι αυτός στριφογυρνούσε γύρω μου· σαν ένας πιστός σκλάβος μου έκανε χίλιες δυο περιποιήσεις. Σιγά σιγά του ενέπνευσα τόση εμπιστοσύνη που τόλμησε να με πάει περίπατο στις όχθες της Λίμνης Αβέρν και να με κάνει βαρκάδα στα μολυβένια της νερά. Τις τελευταίες μέρες της αιχμαλωσίας μου, όταν νύχτωνε, περνούσαμε μαζί από τα κάγκελα που κλείνουν τα υπόγεια της οδού Σκριμπ. Εκεί μας περίμενε μια άμαξα που μας πήγαινε στη μοναξιά του Δάσους.

»Η νύχτα που σας συναντήσαμε παρά λίγο να ήταν τραγική για μένα, γιατί σας ζηλεύει τρομερά… Καθησύχασε μόνο όταν τον διαβεβαίωσα πως πρόκειται να φύγετε… Επιτέλους, μετά από δεκαπέντε μέρες φριχτής αιχμαλωσίας, ανείπωτης λύπης κι ενθουσιασμού, απελπισίας και φρίκης, με πίστεψε όταν του 'πα: Θα ξανάρθω!»