Выбрать главу

«Και ξαναπήγατε», αναστέναξε ο Ραούλ.

«Είναι αλήθεια, φίλε μου, και πρέπει να σας πω πως δεν ήταν οι φοβερές του απειλές που μ' έκαναν να επιστρέψω… ήταν ο σπαραχτικός του λυγμός στο κατώφλι του τάφου του! Ναι αυτός ο λυγμός», επανέλαβε, η Κριστίν κουνώντας λυπημένα το κεφάλι, «αυτός ο λυγμός την ώρα του αποχαιρετισμού μ' έδεσε με τον δυστυχισμένο πολύ περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να φανταστώ. Καημένε Ερίκ! Δυστυχισμένε Ερίκ!»

«Κριστίν!» είπε ο Ραούλ καθώς σηκωνόταν, «λέτε πως μ' αγαπάτε, μα δεν πέρασαν πολλές ώρες από την ελευθέρωσή σας και να που επιστρέψατε σ' αυτόν!… Θυμηθείτε το μπαλ μασκέ!»

«Έτσι ήταν κανονισμένο να γίνει Ραούλ… Θυμηθείτε όμως, πως αυτές τις λίγες ώρες ήμουν μαζί σας… παρ' όλους τους κίνδυνους…»

«Αυτές τις λίγες ώρες αμφέβαλλα για την αγάπη σας».

«Αμφιβάλλετε ακόμη, Ραούλ;… Μάθετε λοιπόν πως κάθε μου ταξίδι στον Ερίκ μεγάλωνε τη φρίκη μου γι' αυτόν, γιατί κάθε μου ταξίδι αντί να τον ανακουφίζει τον έκανε τρελό από έρωτα! και γω φοβάμαι!… Φοβάμαι! φοβάμαι!…»

«Φοβάστε, όμως μ' αγαπάτε;… Αν ο Ερίκ ήταν… όμορφος, θα μ' αγαπούσατε Κριστίν;»

«Δυστυχισμένε! Γιατί να προκαλείτε τη μοίρα;… Γιατί να με ρωτάτε για πράγματα που προσπαθώ να κρύψω στα βάθη της συνείδησής μου, όπως άλλοι κρύβουν την αμαρτία;»

Σηκώθηκε κι αυτή· αγκάλιασε με τα δυο της χέρια που έτρεμαν το κεφάλι του νέου άντρα και του είπε:

«Ω, αγαπημένε μου αρραβωνιαστικέ της μιας μέρας… αν δε σας αγαπούσα δε θα σας έδινα τα χείλη μου. Για πρώτη και τελευταία φορά: πάρτε τα».

Τα πήρε. Όμως στη νύχτα που τους τύλιγε απλώθηκε μια τέτοια οδύνη που το 'βαλαν στα πόδια λες και φοβόντουσαν τον ερχομό μιας θύελλας. Πριν όμως προλάβουν να χαθούν μέσα στο δάσος με τις στέγες, το στοιχειωμένο απ' τον τρομερό Ερίκ βλέμμα τους στράφηκε ψηλά. Πάνω τους, ένα τεράστιο πουλί της νύχτας, γαντζωμένο στις χορδές της λύρας του Απόλλωνα, τους κοιτούσε με τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα, μάτια του.

14

ΕΝΑ ΚΑΙΡΙΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΤΡΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΑΚΤΩΝ

Ο ΡΑΟΥΛ και η Κριστίν έτρεξαν μ' όλη τους τη δύναμη. Τώρα, ήθελαν να φύγουν μακριά από τη στέγη όπου βρίσκονταν τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα μάτια, που φαίνονται μόνο στη βαθιά νύχτα. Σταμάτησαν μόνο όταν έφτασαν στο όγδοο πάτωμα, κατεβαίνοντας προς το έδαφος. Εκείνο το βράδυ δεν είχε παράσταση και οι διάδρομοι της Όπερας ήταν έρημοι.

Ξαφνικά, μια παράξενη φιγούρα πετάχτηκε μπρος στους δυο νέους κλείνοντάς τους το δρόμο:

«Όχι! Δεν μπορείτε να περάσετε από δω!»

Η φιγούρα τους έδειξε έναν άλλο διάδρομο, απ' όπου θα μπορούσαν να πάνε στα παρασκήνια.

Ο Ραούλ ήθελε να σταματήσει και να ζητήσει εξηγήσεις.

«Πηγαίνετε! Πηγαίνετε γρήγορα!…» διέταξε αυτή η συγκεχυμένη μορφή πούταν καλυμμένη από κάτι σαν ρόμπα, ενώ στο κεφάλι της φορούσε ένα μυτερό σκούφο.

Η Κριστίν τραβούσε ήδη τον Ραούλ για να φύγουν, τον πίεζε μάλιστα να τρέξουν:

«Μα, ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός εδώ;» ρωτούσε ο νέος άντρας και η Κριστίν απάντησε:

«Είναι ο Πέρσης!…»

«Και τι κάνει εδώ…»

«Κανείς δεν ξέρει!… Αυτός βρίσκεται πάντα στην Όπερα!»

«Τούτο που με αναγκάζετε να κάνω είναι δειλία, Κριστίν», είπε ο Ραούλ που ήταν πολύ ταραγμένος. «Με αναγκάζετε να το βάλω στα πόδια, κι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάνω κάτι τέτοιο».

«Μπα!» απάντησε η Κριστίν που είχε αρχίσει να ηρεμεί, «νομίζετε πως ξεφύγαμε από τη σκιά της φαντασίας μας;»

«Αν, πραγματικά, αυτό που είδαμε εκεί πάνω ήταν ο Ερίκ, θα 'πρεπε να τον καρφώσω πάνω στη λύρα του Απόλλωνα, όπως καρφώνουν τις κουκουβάγιες στους τοίχους των κτημάτων μας, στη Βρετάνη και το ζήτημα θα είχε λήξει».

«Καλέ μου Ραούλ, θα 'πρεπε πρώτα ν' ανεβείτε μέχρι τη λύρα του Απόλλωνα. Δε θάταν και πολύ εύκολη ανάβαση…»

«Κι όμως, τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνο μάτια έμοιαζαν νάναι μια χαρά εκεί πάνω».

«Ε! Να τώρα, που και σεις, σαν και μένα, αρχίσατε να τον βλέπετε παντού… όμως μετά πρέπει να σκεφτεί κανείς και να πει: αυτό που νόμισα πως ήταν πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα μάτια, σίγουρα, στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλο από τις χρυσαφένιες λάμψεις δυο αστεριών που κοιτούσαν την πόλη πίσω απ' τις χορδές της λύρας».

Η Κριστίν κατέβηκε ακόμη ένα πάτωμα. Ο Ραούλ την ακολούθησε. Είπε:

«Αφού είσαστε αποφασισμένη να φύγετε, σας διαβεβαιώνω πως το καλύτερο που 'χετε να κάνετε είναι να φύγετε τώρα αμέσως. Γιατί να περιμένετε μέχρι αύριο; Σκεφτείτε πως μπορεί να μας άκουσε απόψε!…»