Выбрать главу

«Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου!»

«Μα τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ραούλ.

«Το δαχτυλίδι».

«Τι έγινε με το δαχτυλίδι; Σας παρακαλώ, Κριστίν, ελάτε στα συγκαλά σας!»

«Το χρυσό δαχτυλίδι που μου είχε δώσει».

«Α! Ώστε ο Ερίκ σας έδωσε αυτό το χρυσό δαχτυλίδι;»

«Μα, το ξέρετε ήδη Ραούλ! Αυτό όμως που δεν ξέρετε είναι το τι μου είπε όταν μου το έδωσε: “Σας δίνω την ελευθερία σας Κριστίν, υπό έναν όρο όμως: πως θα φοράτε αυτό το δαχτυλίδι. Όσο το φοράτε δε θα κινδυνεύετε από τίποτα και ο Ερίκ θα είναι πάντα φίλος σας. Αν όμως κάποτε το βγάλετε, τότε αλίμονο σε σας Κριστίν… Γιατί ο Ερίκ θα σας εκδικηθεί!…” Φίλε μου, φίλε μου! Το δαχτυλίδι δεν το φοράω πια!… Αλίμονο μας!…»

Μάταια ψάξανε παντού να βρουν το δαχτυλίδι. Δε βρήκαν τίποτα! Η Κριστίν δεν μπορούσε να ησυχάσει.

«Πρέπει να το 'χασα εκεί ψηλά, την ώρα που σας φίλησα, κάτω απ' τη λύρα του Απόλλωνα», σκέφτηκε τρέμοντας ολόκληρη. «Το δαχτυλίδι πρέπει να γλίστρησε απ' το δάχτυλο μου και να 'πεσε στην πόλη! Πώς είναι δυνατόν να το ξαναβρούμε τώρα; Πόσοι κίνδυνοι μας απειλούν, Ραούλ! Α! Πρέπει να φύγουμε! Να φύγουμε!»

«Ναι, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως», επέμεινε ακόμη μια φορά ο Ραούλ.

Εκείνη δίστασε. Για μια στιγμή, ο Ραούλ νόμισε πως θα συμφωνούσε… Όμως, τα μάτια της ανοιγόκλεισαν και είπε:

«Όχι, αύριο!»

Μ' αυτά τα λόγια έφυγε εγκαταλείποντάς τον σε πλήρη σύγχυση, συνεχίζοντας να τρίβει τα δάχτυλά της, ελπίζοντας προφανώς πως το δαχτυλίδι θα εμφανιζόταν ξαφνικά.

Όσο για τον Ραούλ, γύρισε σπίτι του, πολύ ανήσυχος μετά απ' όλα αυτά που άκουσε.

«Αν δεν καταφέρω νκ τη σώσω απ' τα χέρια αυτού του τσαρλατάνου», μονολόγησε φωναχτά, «είναι χαμένη. Πρέπει να τη σώσω!»

Έσβυσε τη λάμπα και μέσα στο σκοτάδι ένιωσε την επιθυμία να καταραστεί τον Ερίκ. Φώναξε τρεις φορές δυνατά: «Τσαρλατάνε!… Τσαρλατάνε!… Τσαρλατάνε!…»

Όμως, ξαφνικά ανασηκώθηκε, λες και κάποιος τον έσπρωξε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στους κροτάφους του. Δυο μάτια σαν πυρακτωμένα κάρβουνα έλαμψαν στην άκρη τον κρεβατιού του. Τον κοιτούσαν επίμονα, τρομερά μέσα στη μαύρη νύχτα.

Ο Ραούλ ήταν γενναίος, ωστόσο έτρεμε. Άπλωσε το χέρι του ψηλαφώντας αβέβαια προς το κομοδίνο. Βρήκε το κουτί με τα σπίρτα κι άναψε το κερί. Τα μάτια εξαφανίστηκαν. Χωρίς καμιά σιγουριά σκέφτηκε:

«Η Κριστίν μου είπε πως τα μάτια του φαίνονται μόνο στο σκοτάδι. Τα μάτια του εξαφανίστηκαν με το φως, αυτός όμως μπορεί νάναι ακόμη εδώ».

Σηκώθηκε, έψαξε. Κοίταξε προσεχτικά γύρω του, κάτω απ' το κρεβάτι του λες κι ήταν μικρό παιδί. Αισθάνθηκε γελοίος. Είπε φωναχτά:

«Τι να πιστέψει και τι να μην πιστέψει κανείς μ' ένα τέτοιο παραμύθι; Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία; Τι να είδε; Τι νόμισε ότι είδε;»

Πρόσθεσε ανατριχιάζοντας:

«Και εγώ; Τι να είδα άραγε; Είδα πραγματικά τα πυρακτωμένα μαύρα μάτια του; Έλαμψαν στ' αλήθεια ή μόνο στη φαντασία μου; Να, που δεν είμαι πια βέβαιος για τίποτα! Σίγουρα, δεν μπορώ να πάρω όρκο τι ήταν αυτό που είδα!»

Ξάπλωσε. Το σκοτάδι απλώθηκε ξανά.

Τα μάτια εμφανίστηκαν πάλι.

«Ω!» αναστέναξε ο Ραούλ. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τα κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του όσο πιο θαρραλέα μπορούσε. Αφού έμεινε σιωπηλός, προσπαθώντας να επιστρατεύσει όλο του το κουράγιο, φώναξε:

«Είσαι εσύ, ο Ερίκ; Άνθρωπος, πνεύμα ή φάντασμα! Εσύ είσαι;»

Σκέφτηκε λίγο.

«Αν είναι αυτός… θα πρέπει να βρίσκεται στο μπαλκόνι!»

Τότε σηκώθηκε κι έτσι όπως ήταν, με τα νυχτικά, έτρεξε σ' ένα μικρό έπιπλο και ψηλαφώντας, βρήκε και πήρε το πιστόλι του. Ωπλισμένος τώρα, άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έκανε πολύ κρύο. Ο Ραούλ έριξε μια γρήγορη ματιά στο έρημο μπαλκόνι και γύρισε μέσα κλείνοντας την πόρτα. Ξάπλωσε ξανά κρυώνοντας, ακούμπησε το πιστόλι πάνω στο κομοδίνο ώστε να μπορεί εύκολα να το πάρει αν χρειαστεί.

Για μια φορά ακόμη έσβυσε το κερί. Τα μάτια ήταν πάντα εκεί, στην άκρη του κρεβατιού ή μήπως πίσω απ' το τζάμι της μπαλκονόπορτας, δηλαδή στο μπαλκόνι;

Να τι ήθελε να μάθει ο Ραούλ. Ήθελε ακόμη να μάθει αν αυτά τα μάτια ανήκαν σε μια ανθρώπινη ύπαρξη… ήθελε να τα μάθει όλα…

Τότε, υπομονετικά, ψύχραιμα, δίχως να ταράξει τη νύχτα, που τον έζωνε, ο νέος άντρας πήρε το πιστόλι του και σημάδεψε.

Είδε δυο χρυσαφένια αστέρια που εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν με μια παράξενη, ακίνητη λάμψη. Σημάδεψε λίγο πιο κάτω απ' τ' άστρα. Μα, βέβαια! Αν αυτά τα δυο αστέρια ήταν τα μάτια του και αν κάτω απ' αυτά τα μάτια υπήρχε ένα μέτωπο, κι αν ο Ραούλ δεν ήταν αδέξιος…

Ο πυροβολισμός αντήχησε τρομερός μέσα στην ησυχία του σπιτιού…