Выбрать главу

Ενώ απ' τους διαδρόμους ακούγονταν βήματα που πλησίαζαν, ο Ραούλ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με το χέρι τεντωμένο, έτοιμος να πυροβολήσει ξανά, σημάδευε…

Αυτή τη φορά, τα δυο άστρα είχαν εξαφανιστεί.

Φως, κόσμος, ο κόμης Φιλίπ φοβερά ανήσυχος…

«Τι συνέβη Ραούλ;»

«Συνέβη, πως μάλλον ονειρεύτηκα», απάντησε ο νεαρός. «Πυροβόλησα δυο άστρα που δε μ' άφηναν να κοιμηθώ».

«Παραλογίζεσαι;… Υποφέρεις!… Σε παρακαλώ Ραούλ… πες μας τι έγινε;…» είπε ο κόμης και πήρε το πιστόλι.

«Όχι! Όχι! δεν παραλογίζομαι!… άλλωστε δε θ' αργήσουμε να μάθουμε την αλήθεια…»

Σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα, έβαλε τις παντούφλες του, πήρε ένα κερί από έναν υπηρέτη, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι.

Ο κόμης διαπίστωσε πως το τζάμι είχε διαπεραστεί από μια σφαίρα στο ύψος του ανθρώπου. Ο Ραούλ είχε σκύψει απ' το μπαλκόνι φέγγοντας με το κερί…

«Ω, Ω!» έκανε… «αίμα… αίμα… Εδώ… εκεί… κι άλλο αίμα! Τόσο το καλύτερο… Ένα φάντασμα που αιμορραγεί… είναι λιγότερο επικίνδυνο!» γέλασε σαρκαστικά…

«Ραούλ! Ραούλ! Ραούλ!»

Ο κόμης τον τράνταξε λες και τράνταζε έναν υπνοβάτη για να ξυπνήσει από τον επικίνδυνο ύπνο του.

«Μα, αδελφέ μου, δεν κοιμάμαι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ραούλ χάνοντας την υπομονή του. «Κι εσείς βλέπετε το αίμα. Νόμιζα πως ονειρευόμουν και πως είχα πυροβολήσει δυο αστέρια. Να όμως που δεν ήταν δυο αστέρια, αλλά τα μάτια του Ερίκ! Να το αίμα του!…»

Ξαφνικά, ανήσυχος, πρόσθεσε:

«Όμως ίσως, τελικά, δεν έκανα καλά που πυροβόλησα και η Κριστίν είναι ικανή να μη μου το συγχωρέσει ποτέ!… Τίποτα απ' όλ' αυτά δε θα 'χε συμβεί αν είχα φροντίσει να κλείσω τις κουρτίνες πριν κοιμηθώ».

«Ραούλ, μήπως τρελάθηκες ξαφνικά; Ξύπνα επιτέλους!»

«Πάλι τα ίδια! Καλά θα κάνετε αδελφέ μου, αντί να μου λέτε να ξυπνήσω, να με βοηθήσετε να βρω τον Ερίκ… γιατί, τελικά, ένα φάντασμα που αιμορραγεί είναι οπωσδήποτε κάτι που μπορεί να βρεθεί…»

Ο καμαριέρης του κόμη είπε:

«Είναι αλήθεια, κύριε, υπάρχει αίμα στο μπαλκόνι».

Ένας υπηρέτης έφερε μια λάμπα και με τη βοήθειά της μπόρεσαν να εξετάσουν τα πάντα. Το αιμάτινο χνάρι ακολουθούσε τη ράμπα του μπαλκονιού, προχωρούσε μέχρι το λούκι και σκαρφάλωνε πάνω του.

«Φίλε μου», είπε ο κόμης Φιλίπ, «πυροβόλησες μια γάτα».

«Ατυχία!» είπε ο Ραούλ μ ένα σαρκαστικό γέλιο που αντήχησε πολύ δυσάρεστα στ' αφτιά του κόμη· «δεν είναι διόλου απίθανο. Με τον Ερίκ, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται».

Ο Ραούλ είχε αρχίσει να μονολογεί. Απαντούσε μ' έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο στις ανησυχίες του, μ' έναν τρόπο που στους άλλους μπορεί να φαινόταν παράλογος, αλλά που σε σχέση με τις σκέψεις του ήταν απόλυτα συνεπής και λογικός. Μιλούσε μ' έναν τρόπο που έμοιαζε πολύ με τις εκμυστηρεύσεις της Κριστίν Ντααέ, οι οποίες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ρεαλιστικές και λογικές, έμοιαζαν παράλογες και μεταφυσικές. Πάντως, ο μονόλογος του Ραούλ δεν καθησύχαζε διόλου τον αδελφό του, που νόμιζε πως ο νεαρός είχε χάσει τα λογικά του. Στο ίδιο συμπέρασμα κατάληξε και ο ανακριτής, όπως μπορούμε να δούμε και στη σχετική αναφορά.

«Ποιος είναι ο Ερίκ;» ρώτησε ο κόμης σφίγγοντας το χέρι του αδελφού του.

«Είναι ο αντίζηλός μου! κι αν δεν πέθανε τόσο το χειρότερο». Με μια του κίνηση έδιωξε τους υπηρέτες.

Η πόρτα του δωματίου ξανάκλεισε. Οι δυο Σανιύ έμειναν μόνοι. Οι άνθρωποι όμως δεν απομακρύνονται τόσο γρήγορα κι έτσι ο καμαριέρης του κόμη μπόρεσε ν' ακούσει τον Ραούλ να λέει με έμφαση:

«Απόψε το βράδυ! απόψε το βράδυ θ' απαγάγω την Κριστίν Ντααέ!»

Αυτή η φράση επαναλήφτηκε στη συνέχεια και στον ανακριτήν κύριο Φορ. Όμως, ποτέ δε μαθεύτηκε τι άλλο ειπώθηκε ανάμεσα στα δυο αδέλφια.

Οι υπηρέτες είπαν πως δεν ήταν η πρώτη φορά που τα δυο αδέλφια μαλώνανε.

Συχνά, πίσω απ' τους τοίχους άκουγαν φωνές και πάντα το όνομα μιας ηθοποιού, της Κριστίν Ντααέ.

Το πρωί, ο Φιλίπ έδωσε εντολή να πάνε να παρακαλέσουν τον αδελφό του, να έρθει να προγευματίσει το γραφείο του. Ο Ραούλ πήγε, σκυθρωπός και σιωπηλός. Η σκηνή ήταν σύντομη.

Ο κόμης: Διάβασε τούτο δω!

Ο Φιλίπ απλώνει στον αδελφό του μια εφημερίδα: την «Επόκ». Του δείχνει τον ακόλουθο τίτλο:

Ο υποκόμης, με φωνή που μόλις ακούγεται, διαβάζει:

«Ένα μεγάλο γεγονός στη συνοικία μας. Αρραβωνιάστηκαν η δεσποινίς Κριστίν Ντααέ, λυρική καλλιτέχνις, και ο υποκόμης Ραούλ ντε Σανιύ. Αν πιστέψουμε τα κουτσομπολιά των παρασκηνίων, λέγεται πως ο κόμης Φιλίπ δήλωσε πως για πρώτη φορά ένας Σανιύ δεν επρόκειτο να κρατήσει την υπόσχεση του. Όμως, καθώς ο έρωτας είναι παντοδύναμος, και στην Όπερα αυτό ισχύει περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού, αναρωτιέται κανείς με ποιον τρόπο είναι δυνατόν ο κόμης Φιλίπ να εμποδίσει τον υποκόμη, τον αδελφό του, να οδηγήσει στην εκκλησία τη νέα Μαργαρίτα. Λένε πως τα δυο αδέλφια λατρεύονται, όμως ο κόμης μπορεί να κάνει λάθος αν ελπίζει ότι η αδελφική αγάπη μπορεί να υπερνικήσει τον Έρωτα!»