Ο κόμης (Θλιμμένος): Βλέπεις Ραούλ, μας έχεις γελοιοποιήσει!… Αυτή η μικρή σου 'χει πάρει τα μυαλά με τις ιστορίες της για το φάντασμα.
(Επομένως, καταλαβαίνουμε πως ο υποκόμης είχε διηγηθεί στον αδελφό του τα όσα του είχε πει η Κριστίν).
Ο υποκόμης: Αδελφέ μου, αντίο!
Ο κόμης: Μα, είναι γεγονός; Φεύγεις απόψε; (Ο υποκόμης δεν απαντά)… μαζί της;… Μα, δεν είναι δυνατόν να κάνεις μια τέτοια ανοησία!… (Ο υποκόμης μένει σιωπηλός). Θα σ' εμποδίσω!
Ο υποκόμης: Αντίο, αδελφέ μου!
(Φεύγει).
Αυτή τη σκηνή τη διηγήθηκε στον ανακριτή ο ίδιος ο κόμης, που δεν ξανάδε τον αδελφό του Ραούλ, παρά μόνο το ίδιο βράδυ στην Όπερα, λίγα λεπτά πριν την εξαφάνιση της Κριστίν Ντααέ.
Πραγματικά, όλη την ημέρα ο Ραούλ την αφιέρωσε στις προετοιμασίες της απαγωγής.
Τα άλογα, το αμάξι, ο αμαξάς, οι προμήθειες, οι αποσκευές, τα απαραίτητα χρήματα, η διαδρομή — δεν έπρεπε να πάρουν το σιδηρόδρομο για να καταφέρουν να ξεφύγουν απ' το φάντασμα — όλ' αυτά τον κράτησαν απασχολημένο μέχρι τις εννιά το βράδυ.
Στις εννιά, ένα είδος ταξιδιωτικής άμαξας, με τις κουρτίνες τραβηγμένες πάνω στα ερμητικά κλειστά παράθυρα, ήρθε κοντά στη Ροτόντα. Είχε δυο γερά άλογα και έναν αμαξά που δεν μπορούσες εύκολα να ξεχωρίσεις το πρόσωχό του, έτσι τυλιγμένο όπως ήταν στο κασκόλ του. Μπρος απ' αυτήν την άμαξα υπήρχαν τρία μικρότερα αμάξια. Αργότερα, από την ανάκριση, διαπιστώθηκε πως ανήκαν στην Καρλότα, που είχε έρθει ξαφνικά στο Παρίσι, στη Σορέλι και στον κόμη Φιλίπ ντε Σανιύ. Από την ταξιδιωτική άμαξα δεν κατέβηκε κανείς. Ο αμαξάς έμεινε στη θέση του. Το ίδιο έκαναν και οι τρεις άλλοι αμαξάδες.
Μια σκιά, τυλιγμένη σ' ένα μεγάλο μαύρο παλτό και με το κεφάλι καλυμμένο από ένα μαύρο μαλακό καπέλο πέρασε απ' το πεζοδρόμιο ανάμεσα στη Ροτόντα και τ' αμάξια. Φάνηκε να κοιτάζει προσεχτικά την ταξιδιωτική άμαξα. Πλησίασε τ' άλογα, μετά τον αμαξά… μετά απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα. Αργότερα, η ανάκριση κατάληξε πως επρόκειτο για τον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ. Όσο για μένα, δε συμφωνώ, δεδομένου ότι εκείνο το βράδυ, όπως και όλα τ' άλλα βράδια, ο υποκόμης ντε Σανιύ φορούσε ένα μάλλον ψηλό καπέλο, το οποίο και βρήκαν αργότερα. Η γνώμη μου είναι πως επρόκειτο για το φάντασμα μάλλον, που γνώριζε τα πάντα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Λες κι ήταν σημαδιακό, έπαιζαν τον Φάουστ. Η αίθουσα ήταν από τις πιο λαμπρές. Η συνοικία έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Εκείνη την εποχή τα μέλη της Όπερας δε νοίκιαζαν και δεν επινοικιάζανε τις θέσεις τους ούτε στους χρηματιστές, ούτε στους εμπόρους, ούτε στους ξένους! Αντίθετα, σήμερα μπορεί να δει κανείς στο κατ' όνομα και μόνο θεωρείο του μαρκήσιου κάποιον έμπορο παστού χοιρινού, πράγμα που ο έμπορος παστού χοιρινού δικαιούται απολύτως εφόσον πληρώνει το θεωρείο του μαρκήσιου. Παλιότερα, κάτι τέτοιο δε γινόταν σχεδόν ποτέ. Τα θεωρεία της Όπερας ήταν σαλόνια όπου κανείς μπορούσε να συναντήσει κοσμικούς ανθρώπους που, μερικές φορές, αγαπούσαν τη μουσική.
Όλοι αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, χωρίς τούτο να σημαίνει πως συναναστρέφονταν ο ένας τον άλλον. Πάντως, το κάθε πρόσωπο εκεί είχε ένα όνομα και οπωσδήποτε το όνομα του κόμη ντε Σανιύ ήταν γνωστό σε όλους.
Το πρωινό δημοσίευμα της Επόκ πρέπει να είχε τη σχετική του απήχηση, γιατί όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στο θεωρείο όπου ο κόμης ντε Σανιύ, φαινομενικά ήρεμος κι αδιάφορος, καθόταν ολομόναχος. Το γυναικείο στοιχείο αυτής της λαμπρής σύναξης ήταν φοβερά περίεργο και η απουσία του υποκόμη έδινε λαβή σε ψιθύρους πίσω απ' τις βεντάλιες. Το κοινό υποδέχτηκε την Κριστίν Ντααέ μάλλον ψυχρά. Αυτό, το τόσο ειδικό κοινό, δεν ήταν δυνατόν να της συγχωρέσει το ότι κοίταξε τόσο ψηλά.
Η ντίβα, κατάλαβε την κακή διάθεση ενός μέρους του κοινού και ταράχτηκε.
Οι θαμώνες, που παρίσταναν τους γνώστες των ερώτων του υποκόμη, δεν παράλειψαν να χαμογελάσουν με νόημα σε ορισμένα μέρη του ρόλου της Μαργαρίτας. Ακριβώς μ' αυτό το πνεύμα γύρισαν και κοίταξαν θρασύτατα προς το θεωρείο του Φιλίπ ντε Σανιύ, όταν η Κριστίν τραγούδησε τη φράση: «Θα 'θελα πολύ να μάθω ποιος είναι αυτός ο νέος, αν είναι κάποιος μεγάλος άρχοντας και ποιο είναι τ' όνομά του».
Με το σαγόνι του ακουμπισμένο στη παλάμη του ο κόμης δε φαινόταν να δίνει σημασία σ' αυτές τις εκδηλώσεις του κόσμου. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στη σκηνή· όμως την έβλεπε; Έμοιαζε τόσο απόμακρος…