Выбрать главу

Αυτά τα είπε ο Ρεμί, ο γραμματέας και δεν υπάρχει αμφιβολία πως αναφερόταν στους διευθυντές, οι οποίοι μετά το τελευταίο διάλειμμα είχαν δώσει εντολή να μην τους ενοχλήσει κανείς, για κανένα λόγο. «Δεν είμαστε εδώ για κανέναν».

«Παρ' όλ' αυτά», καταλήγει ο Γκαμπριέλ… «δεν απαγάγει κανείς μια τραγουδίστρια επί σκηνής κάθε μέρα!…»

«Τους το είπατε αυτό;»

«Επιστρέφω αμέσως», είπε ο Ρεμί και εξαφανίστηκε τρέχοντας. Σ' αυτό το σημείο φτάνει ο διευθυντής σκηνής.

«Λοιπόν, κύριε Μερσιέ, θα 'ρθείτε; Τι κάνετε εδώ εσείς οι δυο; Κύριε διαχειριστά, σας χρειάζονται».

«Δε θέλω να δω τίποτα, ούτε θέλω να ξέρω τίποτε πριν τον ερχομό του ανακριτή», δηλώνει ο Μερσιέ. «Έστειλα να φωνάξουν τον Μιφρουά! Να δούμε τώρα πότε θα 'ρθει!»

«Και γω σας λέω πως πρέπει να κατεβείτε αμέσως στο μηχανοστάσιο».

«Όχι πριν έρθει ο αστυνόμος…»

«Εγώ πήγα ήδη στο μηχανοστάσιο…»

«Α! και τι είδατε;»

«Ε, δεν είδα κανέναν. Ακούτε; Κανέναν!»

«Και τι θέλετε να κάνω;»

«Μα, είναι φανερό, διάβολε!» απαντά ο διευθυντής που δεν έχει σταματήσει να πασπατεύει με φρενίτιδα ένα κομμάτι γούνα. «Αν υπήρχε κάποιος στο μηχανοστάσιο θα μπορούσε να μας πει πώς έγινε η συσκότιση. Όμως, ο Μοκλέρ δε βρίσκεται πουθενά! Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;»

Ο Μοκλέρ ήταν ο διευθυντής φωτισμού, που βρισκόταν στην Όπερα συνέχεια, μέρα και νύχτα.

«Ο Μοκλέρ δε βρίσκεται πουθενά;» επαναλαμβάνει ξαφνιασμένος ο Μερσιέ. «Καλά κι οι βοηθοί του;»

«Δε βρίσκονται πουθενά! Ούτε ο Μοκλέρ ούτε οι βοηθοί του! Κανένας ηλεκτρολόγος δεν υπάρχει, πουθενά! Για φανταστείτε», ουρλιάζει ο διευθυντής σκηνής, «όλ' αυτά να είναι δουλειά της μικρής! Και τι σημαίνει πάλι αυτή η απουσία των διευθυντών;… Απαγόρεψα να πλησιάσουν τα φώτα, έβαλα ένα πυροσβέστη να φυλάει το μηχανοστάσιο! Δεν έκανα καλά;»

«Ναι, ναι, καλά κάνατε… και τώρα ας περιμένουμε τον αστυνόμο».

Ο διευθυντής απομακρύνεται ανασηκώνοντας τους ώμους του, θυμωμένος, βρίζοντας αυτές τις «βρεγμένες γάτες» που μένουν ήσυχες σε μια γωνιά, τη στιγμή που όλο το θέατρο έχει γίνει άνω κάτω.

Ωστόσο, ο Γκαμπριέλ και ο Μερσιέ δεν ήταν καθόλου ήσυχοι. Μόνο που… μόνο που να, μόλις είχαν λάβει μια εντολή που τους ακινητοποιούσε. Δεν έπρεπε να ενοχλήσουν τους διευθυντές για κανέναν απολύτως λόγο. Ο Ρεμί παρέβη αυτή την εντολή, αλλά δεν κατάφερε τίποτα.

Νάτον που επιστρέφει από τη νέα του εκστρατεία με το πρόσωπο κατατρομαγμένο.

«Τι έγινε λοιπόν; Καταφέρατε να τους μιλήσετε;» ρωτάει ο Μερσιέ.

Ο Ρεμί απαντά:

«Τελικά, ο Μονσαρμέν μου άνοιξε την πόρτα. Τα μάτια του είχαν βγει απ' τις κόχες τους. Για μια στιγμή, φοβήθηκα πως θα με χτυπούσε. Δεν μπόρεσα ν' αρθρώσω ούτε λέξη και ξέρετε τι μου είπε;… ή μάλλον τι μου φώναξε; “Μήπως έχετε καμιά παραμάνα;” “Όχι”, του είπα. “Ε, τότε αδειάστε μας τη γωνιά”. Πρόλαβα να του πω πως στο θέατρο συνέβη κάτι το τρομερό… Φωνάζει: “Θέλω μια παραμάνα. Μπορείτε να μου δώσετε μια παραμάνα; Δώστε μου αμέσως μια παραμάνα!” Ένας μικρός του γραφείου που τον άκουσε — άλλωστε φώναζε σαν τρελός — ήρθε με μια παραμάνα, του την έδωσε και ο κύριος Μονσαρμέν μόλις την πήρε μου 'κλείσε την πόρτα κατάμουτρα! Αυτό είν' όλο!»

«Καλά, και δεν προλάβατε να του πείτε πως η Κριστίν Ντααέ…»

«Θα 'θελα να δω εσάς τι θα κάνατε στη θέση μου!… Ο άνθρωπος άφριζε απ' το κακό του… Δε σκεφτόταν τίποτα άλλο εκτός από την παραμάνα του… Νομίζω πως αν δεν του τη φέρνανε θα 'πέφτε κάτω ξερός!… Πάντως, σίγουρα όλ' αυτά δεν είναι διόλου φυσιολογικά και μου φαίνεται πως οι διευθυντές μας έχουν τρελαθεί!…»

Ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, δεν είναι διόλου ευχαριστημένος.

«Μα, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί! Δεν έχω συνηθίσει να μου συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον τρόπο!»

Ξάφνου, ο Γκαμπριέλ λέει:

«Νομίζω πως πρόκειται για ένα ακόμη χτύπημα του Φ. τ. Ο.»

Ο Ρεμί γελά σαρκαστικά. Ο Μερσιέ αναστενάζει, μοιάζει έτοιμος ν' αρχίσει μιαν εξομολόγηση… μα, αφού κοίταξε τον Γκαμπριέλ που του έκανε νόημα να σωπάσει, παράμεινε σιωπηλός.

Στο μεταξύ, ο Μερσιέ, που νιώθει πως έχει κάποια αυξημένη ευθύνη, στο βαθμό που η ώρα περνά και οι διευθυντές δεν εμφανίζονται, δεν κρατιέται και λέει: «Ε, λοιπόν, θα πάω εγώ ο ίδιος να τους φωνάξω».

Ο Γκαμπριέλ όμως πολύ σκυθρωπός και σοβαρός τον σταματά.

«Σκεφτείτε τι πάτε να κάνετε, Μερσιέ! Ίσως μένουν στο γραφείο τους γιατί έτσι πρέπει να κάνουν! Το Φ. τ. Ο. παίζει σε πολλά ταμπλό!»

Όμως, ο Μερσιέ δεν τον ακούει και κουνάει το κεφάλι του.

«Τόσο το χειρότερο! Εγώ θα πάω! Αν με είχατε ακούσει απ' την αρχή, τώρα θα τα 'χαμε ήδη πει όλα στην αστυνομία!» λέει και φεύγει.