«Όλα, ποια όλα;» ρωτάει ο Ρεμί. «Τι θα λέγαμε στην αστυνομία; Α! Δε μιλάτε, Γκαμπριέλ!… Συμμετέχετε και σεις στο μυστικό! Ε, λοιπόν, καλά θα κάνατε να μ' ενημερώσετε και μένα, αν δε θέλετε να βάλω τις φωνές και να σας πάρω για τρελούς! Τελείως τρελούς!»
Ο Γκαμπριέλ γουρλώνει τα μάτια του σαν χαζός και μοιάζει να μην καταλαβαίνει τίποτα απ' αυτό το ξέσπασμα του κυρίου γραμματέα.
«Για ποιο μυστικό μιλάτε; Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε», μουρμουρίζει.
Ο Ρεμί απελπίζεται.
«Σήμερα το βράδυ ο Ρισάρ κι ο Μονσαρμέν συμπεριφερόντουσαν παράξενα».
«Δεν το πρόσεξα», λέει ο Γκαμπριέλ ενοχλημένος.
«Είσαστε ο μόνος!… Νομίζετε μήπως πως δεν τους είδα;… και πως και ο κύριος Παραμπίζ, ο διευθυντής της Τράπεζας Πίστεως, δεν είδε κι αυτός τίποτα; Και πως ο πρεσβευτής της Μπορντερί, για στολίδια τα 'χει τα μάτια του;… Μα, κύριε δάσκαλε της μουσικής, απόψε όλα τα μέλη έδειχναν με το δάχτυλο τους διευθυντές μας!»
«Τι έκαναν λοιπόν οι διευθυντές μας απόψε;» ρωτάει αφελέστατα ο Γκαμπριέλ.
«Τι έκαναν; Μα εσείς ξέρετε καλύτερα απ' τον καθένα τι έκαναν! Είσασταν εκεί!… και τους παρατηρούσατε, μαζί με τον Μερσιέ!… κι είσασταν οι μόνοι που δε γελούσατε…»
«Δεν καταλαβαίνω!»
Ο Γκαμπριέλ, ψυχρός κι απόμακρος απλώνει τα χέρια και τ' αφήνει να ξαναπέσουν, κίνηση που προφανώς σημαίνει πως δεν ενδιαφέρεται για την υπόθεση… Ο Ρεμί συνεχίζει.
«Τι είναι αυτή η καινούργια μανία;… Τώρα δε θέλουν ούτε να τους πλησιάζουμε;»
«Πώς; Δε θέλουν να τους πλησιάζουμε;»
«Δε θέλουν να τους αγγίζουμε;»
«Πραγματικά, παρατηρήσατε πως δε θέλουν να τους αγγίζουμε; Να, κάτι πολύ παράξενο, μα την αλήθεια!»
«Συμφωνείτε λοιπόν! Καιρός ήταν! Και περπατάνε προς τα πίσω!»
«Προς τα πίσω! Προσέξατε πως οι διευθυντές μας περπατάνε προς τα πίσω! Μα, νόμιζα πως μόνο τα καβούρια προχωρούν έτσι!»
«Μη γελάτε Γκαμπριέλ! Μη γελάτε!»
«Δε γελάω», διαμαρτυρήθηκε ο Γκαμπριέλ που έχει πάρει πολύ σοβαρό ύφος.
«Μπορείτε να μου εξηγήσετε σας παρακαλώ Γκαμπριέλ, εσείς που είσαστε φίλος των διευθυντών, γιατί στο διάλειμμα του “κήπου”, μπροστά στο φουαγιέ, ενώ προχωρούσα απλώνοντας το χέρι μου προς τον κύριο Ρισάρ, ο κύριος Μονσαρμέν με πλησίασε και μου ψιθύρισε σιγά στ' αφτί: “Απομακρυνθήτε! Απομακρυνθήτε! Κυρίως μην αγγίζετε τον κύριο διευθυντή!…”
Μήπως έχει καμιά κολλητική αρρώστια και δεν το ξέρω;»
«Απίστευτο!»
«Και δεν είναι μόνο αυτό. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο πρεσβευτής της Μπορντερι πήγε κι αυτός να πλησιάσει τον κύριο Ρισάρ, δεν πρόσεξε τον κύριο Μονσαρμέν που πετάχτηκε ανάμεσά τους και δεν τον ακούσατε που φώναξε: “Κύριε πρεσβευτά, σας εξορκίζω μην αγγίξετε τον κύριο διευθυντή!”»
«Καταπληκτικό!… Και τι έκανε ο Ρισάρ εκείνη την ώρα;»
«Τι έκανε; Μα, είδατε πολύ καλά τι έκανε! Έκανε μισή στροφή γύρω απ' τον εαυτό του. Χαιρετούσε μπροστά του, τη στιγμή που δε βρισκόταν κανείς μπροστά του! και μετά απομακρυνόταν προχωρώντας προς τα πίσω».
«Προς τα πίσω;»
«Κι ο Μονσαρμέν πίσω απ' τον Ρισάρ έκανε κι αυτός μισή στροφή γύρω απ' τον εαυτό του, δηλαδή περπάτησε πίσω απ' τον Ρισάρ, έκανε γρήγορα έναν μισό κύκλο κι αποχώρησε κι αυτός περπατώντας ανάποδα! Μ' αυτόν τον τρόπο, έφτασαν μέχρι τη σκάλα της διοίκησης, ανάποδα… περπατώντας ανάποδα!… Τέλος πάντων! Αν δεν είναι τρελοί, μπορείτε να μου πείτε τι σημαίνουν όλ' αυτά;»
«Μήπως δοκίμαζαν κάποια φιγούρα του μπαλέτου;» λέει, χωρίς μεγάλη σιγουριά, ο Γκαμπριέλ.
Ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, αισθάνεται προσβλημένος απ' αυτό το τόσο χυδαίο αστείο, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Τα μάτια του στενεύουν, τα χείλια του σουφρώνουν. Σκύβει στ' αφτί του Γκαμπριέλ και του λέει:
«Μην κάνετε τον έξυπνο, Γκαμπριέλ. Εδώ συμβαίνουν πράγματα και θάματα και κανονικά θα 'πρεπε, εσείς κι ο Μερσιέ, ν' αναλάβετε τις ευθύνες σας».
«Τι Θέλετε να πείτε; Τι συμβαίνει;»
«Η Κριστίν Ντααέ δεν είναι η μόνη που εξαφανίστηκε ξαφνικά απόψε το βράδυ».
«Α! μπα!»
«Δεν υπάρχει “Α! μπα!” Μπορείτε να μου πείτε γιατί όταν η κυρά — Ζιρί κατέβηκε μόλις πριν λίγο στο φουαγιέ, ο Μερσιέ την άρπαξε απ' το χέρι και την πήρε βιαστικά μαζί του;»
«Για δες!» λέει ο Γκαμπριέλ, «δεν το 'χα προσέξει».
«Δεν είν' αλήθεια. Το προσέξατε Γκαμπριέλ και μάλιστα τόσο καλά ώστε ακολουθήσατε τον Μερσιέ και την κυρά — Ζιρί μέχρι το γραφείο του Μερσιέ. Από κείνη τη στιγμή και μετά, είδαμε ξανά εσάς και τον Μερσιέ, δεν ξαναείδαμε όμως την κυρά — Ζιρί…»