Выбрать главу

«Πιστεύετε λοιπόν πως τη φάγαμε;»

«Όχι! Πιστεύω όμως πως την κλειδαμπαρώσατε στο γραφείο, κι όταν κανείς πλησιάζει σ' αυτό το γραφείο ξέρετε τι ακούει; Ακούει κάποιον να λέει: “Α! τους λωποδύτες! Α! τους άθλιους!”»

Σ' αυτήν τη στιγμή αυτής της ιδιόμορφης συζήτησης, φτάνει ο Μερσιέ λαχανιασμένος.

«Να λοιπόν!» λέει με βαριά φωνή… «Αυτό τα ξεπερνάει όλα… Τους φώναξα: “Πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό! Ανοίξτε, είμαι ο Μερσιέ”. Άκουσα βήματα. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Μονσαρμέν. Ήταν πολύ χλομός. Με ρώτησε: “Τι θέλετε;” Του απάντησα: “Απήγαγαν την Κριστίν Ντααέ”. Ξέρετε τι μου είπε τότε; “Τόσο το καλύτερο γι' αυτήν!” και ξανάκλεισε την πόρτα δίνοντάς μου αυτό εδώ».

Ο Μερσιέ ανοίγει το χέρι του. Ο Ρεμί κι ο Γκαμπριέλ κοιτούν.

«Η παραμάνα!» φωνάζει ο Ρεμί.

«Περίεργο! Πολύ περίεργο!» λέει με χαμηλή φωνή ο Γκαμπριέλ που δεν μπορεί να μην ανατριχιάσει.

Ξάφνου, μια φωνή τους κάνει και τους τρεις να γυρίσουν.

«Με συγχωρείτε, κύριοι, μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται η Κριστίν Ντααέ;»

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, μια τέτοια ερώτηση, σε μια τέτοια στιγμή, θα τους έκανε σίγουρα να σκάσουν στα γέλια… αν δεν αντίκρυζαν αυτήν την τόσο πονεμένη μορφή που έκανε τις καρδιές τους να ραγίσουν. Εκείνος που τους ρωτούσε δεν ήταν άλλος από τον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ.

16

«ΚΡΙΣΤΙΝ! ΚΡΙΣΤΙΝ!»

Η ΠΡΩΤΗ σκέψη του Ραούλ, μετά τη φανταστική εξαφάνιση της Κριστίν Ντααέ, ήρθε να κατηγορήσει τον Ερίκ. Δεν αμφέβαλλε πια για τις σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις του Αγγέλου της μουσικής, τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο της Όπερας, που, κατά κάποιο διαβολικό τρόπο, αποτελούσε την αυτοκρατορία του.

Ο Ραούλ, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή, ξετρελαμένος από απελπισία κι έρωτα. «Κριστίν! Κριστίν!» φώναζε χαμένος. Φώναζε όπως θα φώναζε κι αυτή χαμένη στο σκοτεινό βάραθρο όπου την είχε μεταφέρει το τέρας σαν νάταν λεία του. Θα 'τρεμε βυθισμένη ακόμη στη θεία της έκσταση, τυλιγμένη στο λευκό σεντόνι, έτσι όπως ήταν έτοιμη να προσφερθεί στους αγγέλους του παραδείσου!

«Κριστίν! Κριστίν!» συνέχιζε να φωνάζει απεγνωσμένα ο Ραούλ… και νόμιζε πως άκουγε τις κραυγές του κοριτσιού μέσα απ' τις εύθραυστες σανίδες που τον κρατούσαν μακριά της! Έσκυψε για ν' ακούσει… την άκουγε!… Πηγαινοερχόταν στη σκηνή σαν τρελός. Α! Πρέπει να κατέβει! Να κατέβει! Να κατέβει… μέσα στα βάραθρα του σκότους που όλα τους τα περάσματα είναι αποκλεισμένα!

Α! τούτο το εύθραυστο εμπόδιο, που κανονικά μπορεί να υποχωρήσει τόσο εύκολα και ν' αφήσει να φανεί το βάραθρο που τον έλκει, αυτές οι σανίδες που τρίζουν κάτω απ' τα βήματά του και που κάτω απ' το βάρος του αντηχούν το θαυμάσιο ήχο του κενού των υπογείων… αυτές οι σανίδες, είναι κάτι παραπάνω από ακίνητες απόψε: μοιάζουν αναλλοίωτες… Μοιάζουν σίγουρες, σταθερές, αμετακίνητες… και να που τώρα, ως και τα σκαλοπάτια που οδηγούν κάτω απ' τη σκηνή είναι απαγορευμένα σ' όλον τον κόσμο!…

«Κριστίν! Κριστίν!…» Τον σπρώχνουν γελώντας… Τον κοροϊδεύουν… νομίζουν πως τα λογικά του σαλέψανε, του καημένου του εγκαταλειμμένου αρραβωνιαστικού, σαλέψανε το λογικά του!…

Άραγε, σε τι ξέφρενο αγώνα δρόμου, ανάμεσα στους διαδρόμους της νύχτας και του μυστηρίου που μόνο αυτός γνωρίζει, ο Ερίκ έσερνε το αθώο παιδί, μέχρι να φτάσουν σ' αυτό το φριχτό καταγώγιο, σ' αυτό το δωμάτιο στυλ «Λουί Φιλίπ» που η πόρτα του ανοίγει στη λίμνη της κόλασης;… «Κριστίν! Κριστίν! Δεν απαντάς! Αχ! νάσαι ακόμη ζωντανή Κριστίν; Μήπως άφησες κιόλας την τελευταία σου πνοή σε μια στιγμή παράφορης φρίκης κάτω απ' τη φλογερή ανάσα του τέρατος;»

Φριχτές σκέψεις διαπερνούν σαν κεραυνοβόλες αστραπές το ταραγμένο μυαλό του Ραούλ.

Ήταν φανερό πως ο Ερίκ είχε καταφέρει να μάθει το μυστικό τους, είχε μάθει πως η Κριστίν τον είχε προδώσει! Τι φοβερή που θάταν η εκδίκηση του!

Τι θάταν αυτό που ο Άγγελος της μουσικής δε θα τολμούσε να εξολοθρεύσει από το ύψος της υπεροψίας του; Η Κριστίν, μέσα στα χέρια αυτού του παντοδύναμου τέρατος, είναι χαμένη!

Ο Ραούλ σκέφτεται τα χρυσαφένια άστρα που την προηγούμενη νύχτα είχαν έρθει στο μπαλκόνι του. Σκέφτηκε πως μάλλον δεν κατάφερε τίποτα με το ανίσχυρο όπλο του!

Σίγουρα, έχει μάτια με υπεράνθρωπες δυνατότητες, που διαστέλλονται στο σκοτάδι και λάμπουν όμοια με τ' άστρα ή με τα μάτια της γάτας. (Όλοι άλλωστε ξέρουν πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, όπως οι αλμπίνο, που τη μέρα τα μάτια τους μοιάζουν με κουνελιού και τη νύχτα με της γάτας!)

Σίγουρα, ήταν ο Ερίκ αυτός που ο Ραούλ είχε πυροβολήσει την προηγούμενη νύχτα! Μα, πώς μπορούσε νάναι βέβαιος πως δεν τον είχε σκοτώσει; Το τέρας είχε καταφέρει να ξεφύγει από το λούκι σαν τις γάτες και τους σεσημασμένους που — όπως πάλι είναι γνωστό σε όλους! — θα μπορούσαν να σκαρφαλώσουν κάθετα στον ουρανό, ακουμπώντας σ' ένα λούκι.