Δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι ο Ερίκ είχε ξεκινήσει να εκδικηθεί τον νέον άντρα, όμως πληγώθηκε και έφυγε για να στραφεί ενάντια στην καημένη την Κριστίν.
Αυτά σκέφτεται, βασανίζοντας φριχτά τον εαυτό του ο δύστυχος ο Ραούλ, καθώς τρέχει προς το καμαρίνι της τραγουδίστριας…
«Κριστίν!… Κριστίν!…» Πικρά δάκρυα καίνε τα βλέφαρά του μόλις βλέπει, σκόρπια πάνω στα έπιπλα τα ρούχα που θα 'παιρνε μαζί της η όμορφη αρραβωνιαστικιά του!… Α! γιατί δεν ήθελε να φύγουν νωρίτερα! Γιατί άργησε τόσο;… Γιατί έπαιξε με την καταστροφή που τους απειλούσε;… με την καρδιά του τέρατος;… Γιατί, ποιο ανώτερο αίσθημα την ώθησε να ρίξει τελική βορά σε τούτη τη δαιμονική ψυχή, εκείνο το ουράνιο τραγούδι;…
Άγγελοι αγνοί, άγγελοι ακτινοβόλοι! Οδηγήστε την ψυχή μου στους ουρανούς!…
Ο Ραούλ, πνιγμένος στ' αναφυλλητά, ξεστομίζοντας κατάρες και βρισιές ψηλαφίζει με αδέξιες παλάμες το μεγάλο καθρέφτη που εκείνο το βράδυ άνοιξε μπροστά του για να μπορέσει η Κριστίν να κατέβει στη σκοτεινή κατοικία της. Ακουμπά, πιέζει, ψηλαφίζει… όμως ο καθρέφτης φαίνεται πως υπακούει μόνο στον Ερίκ… Μήπως οι κινήσεις είναι περιττές μ' έναν τέτοιο καθρέφτη;… Μήπως θα αρκούσε το να προφέρει κάποιες λέξεις;… Όταν ήταν μικρό παιδί του έλεγαν πως υπήρχαν αντικείμενα που υπάκουαν σε ορισμένες λέξεις!
Ξάφνου, ο Ραούλ θυμάται… «ένα κιγκλίδωμα που βγαίνει στην οδό Σκριμπ… Ένας υπόνομος που ξεκινά απ' τη λίμνη και καταλήγει κατευθείαν στην οδό Σκριμπ…» Ναι, η Κριστίν του είχε μιλήσει για όλ' αυτά!… Κι αφού, αλίμονο, ανακάλυψε πως το βαρύ κλειδί δεν ήταν πια στο σεντούκι ξεκίνησε για την οδό Σκριμπ.
Νάτον έξω, να γυροφέρνει τα τρεμάμενα χέρια του πάνω στις κυκλώπειες πέτρες' ψάχνει να βρει κάποιο άνοιγμα… Συναντά κάγκελα… Είναι αυτά που ψάχνει; Είναι αυτά εδώ ή τ' άλλα; Αναστενάζει… Βυθίζει το αδύναμο απογοητευμένο του βλέμμα ανάμεσα στα κάγκελα… Τι βαθιά πούναι η νύχτα εκεί μέσα!… Ακούει!… Τι σιωπή… Γυρνάει γύρω απ' το μνημείο!… Α, να εδώ, κάτι τεράστια κάγκελα! Ένα τεράστιο κιγκλίδωμα!… Είναι η πόρτα της αυλής της διοίκησης!
…Ο Ραούλ τρέχει προς τη θυρωρό: «Συγνώμη, κυρία μου, μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται μια πόρτα με κάγκελα, ναι, μια πόρτα φτιαγμένη από κάγκελα, από σιδερένια κάγκελα… που βγάζει στην οδό Σκριμπ… και που οδηγεί στη λίμνη; Ξέρετε, τη λίμνη; Μα σας μιλάω για τη λίμνη! Την υπόγεια λίμνη… τη λίμνη που βρίσκεται κάτω απ' τη γη, κάτω απ' την Όπερα».
«Κύριε, ξέρω καλά πως υπάρχει μια λίμνη κάτω απ' την Όπερα, όμως δεν ξέρω ποια πόρτα οδηγεί εκεί… δεν έχω πάει ποτέ στη λίμνη!…»
«Και η οδός Σκριμπ, κυρία; Η οδός Σκριμπ; Έχετε πάει ποτέ στην οδό Σκριμπ;»
Γελάει! Σκάει στα γέλια! Ο Ραούλ το βάζει στα πόδια μουγκρίζοντας, πηδάει, σκαρφαλώνει τα σκαλιά, κατεβαίνει άλλα, διασχίζει όλη τη διοίκηση, ξαναβρίσκεται στα φώτα του «πλατό».
Σταματά, η καρδιά του χτυπά, η καρδιά του πάει να σπάσει μέσ' στο λαχανιασμένο στήθος του; Μήπως βρήκαν την Κριστίν Ντααέ; Να μερικοί: τους ρωτάει:
«Συγνώμη κύριοι, μήπως είδατε την Κριστίν Ντααέ;»
Αυτοί γελούν. Την ίδια στιγμή, στη σκηνή ακούγεται ένας περίεργος, πρωτόγνωρος θόρυβος και μέσα σ' ένα πλήθος μαύρων κουστουμιών που τον περιτριγυρίζουν σπρώχνοντας βίαια ο ένας τον άλλον, κάνει την εμφάνισή του ένας πολύ συμπαθητικός άντρας που φαίνεται ιδιαίτερα ήρεμος. Έχει ροδαλό πρόσωπο, με' φουσκωτά μάγουλα, πλαισιωμένο με κατσαρά μαλλιά, και φωτισμένο από δυο απίστευτα ειρηνικά, γαλανά μάτια. Ο κύριος Μερσιέ, ο διαχειριστής, συστήνει το νεοφερμένο στον υποκόμη ντε Σανιύ, λέγοντάς του:
«Ορίστε, κύριε, ο άνθρωπος στον οποίο πρέπει από δω και μπρος ν' απευθύνεστε. Κύριε, σας παρουσιάζω τον αστυνόμο Μιφρουά».
«Α! κύριε υποκόμη ντε Σανιύ! Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω κύριε», είπε ο αστυνόμος. «Αν θέλετε να κάνετε τον κόπο να με ακολουθήσετε… Να δούμε τώρα… πού είναι οι διευθυντές;… πού είναι οι διευθυντές;…»
Καθώς ο διαχειριστής σωπαίνει, ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, αναλαμβάνει αυτός να πληροφορήσει τον κύριο αστυνόμο πως οι κύριοι διευθυντές βρίσκονται κλεισμένοι στο γραφείο τους και πως ακόμη δεν ξέρουν τίποτα για την απαγωγή.
«Μα, πώς είναι δυνατόν;… Πάμε αμέσως στο γραφείο τους!»
Ο κύριος Μιφρουά, με ολοένα αυξανόμενη συνοδεία, προχωρεί προς τα γραφεία της διοίκησης. Ο Μερσιέ επωφελείται από τη φασαρία για να δώσει ένα κλειδί στον Γκαμπριέλ:
«Όλ' αυτά δε θα βγουν σε καλό», μουρμούρισε… «Πήγαινε λοιπόν να πεις τα νέα στη μαντάμ Ζιρί…»
Ο Γκαμπριέλ απομακρύνεται.