Выбрать главу

Πάντως, το φάντασμα τους την είχε «φέρει» τόσο ωραία, που για εβδομάδες ολόκληρες δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την κατάθλιψή τους. Μα την πίστη μου, τους καταλαβαίνω απόλυτα. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί δεν κάλεσαν την αστυνομία, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι κύριοι διευθυντές εξακολουθούσαν βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι αυτή η τόσο παράξενη περιπέτεια δεν μπορούσε παρά να είναι μια αισχρή φάρσα, στημένη από τους προκατόχους τους και επομένως, καλύτερα θάταν να μην πουν τίποτα, σε κανέναν, προτού σιγουρευτούν για το τι ακριβώς συμβαίνει.

Από την άλλη, αυτή η σκέψη κατέρρεε μερικές φορές, από μια υποψία του Μονσαρμέν σχετικά με τον Ρισάρ τον ίδιο, ο οποίος, μερικές φορές, είχε κάτι τρελές ιδέες. Έτσι, έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, περίμεναν τα συμβάντα, παρακολουθώντας οι ίδιοι, αλλά και βάζοντας κι άλλους να παρακολουθούν, τη μαντάμ Ζιρί, στην οποία ο Ρισάρ δεν ήθελε να πουν τίποτα.

«Αν είναι συνένοχη», έλεγε, «το 'χουμε χάσει το παιχνίδι. Κατά τη γνώμη μου όμως, δεν είναι παρά μια ανόητη!»

«Έχουν μπλεχτεί πολλοί ανόητοι σ' αυτήν την ιστορία!» σχολίασε ο Μονσαρμέν μ' ύφος απόμακρο.

«Ποιος θα μπορούσε ν' αμφιβάλλει γι' αυτό;…» αναστέναξε ο Ρισάρ… «όμως μη φοβάσαι… την επόμενη φορά θα 'χω πάρει τα μέτρα μου…»

Έτσι έφτασε και η επόμενη φορά… η επόμενη φορά που συνέπιπτε με την ημέρα της εξαφάνισης της Κριστίν Ντααέ.

Το πρωί κατάφτασε μια επιστολή του Φαντάσματος, που τους υπενθύμιζε τη λήξη της προθεσμίας. «Κάντε ότι κάνατε και την προηγούμενη φορά», συμβούλευε στοργικά το Φ.τ.Ο. «Την προηγούμενη φορά, όλα πήγαν πολύ χαλά. Δώστε ξανά το φάκελο με τις είκοσι χιλιάδες φράγκα σ' αυτήν την υπέροχη μαντάμ Ζιρί».

Το σημείωμα συνόδευε τον καθιερωμένο πια φάκελο. Δεν έμενε άλλο από το να γεμίσουν το φάκελο.

Αυτή η δουλειά έπρεπε να γίνει το ίδιο βράδυ, μισή ώρα πριν αρχίσει η παράσταση. Έτσι λοιπόν, μισή ώρα πριν σηκωθούν οι κουρτίνες για ν' αρχίσει αυτή η διαβόητη πλέον παράσταση του Φάουστ, εμείς θα εισχωρήσουμε στο διευθυντικό άντρο.

Ο Ρισάρ δείχνει το φάκελο στον Μονσαρμέν, μετά μετράει μπροστά του τις είκοσι χιλιάδες φράγκα και τα βάζει μέσα στο φάκελο, χωρίς όμως να τον κλείσει.

«Και τώρα», λέει, «φωνάξτε μου την κυρά Ζιρί».

Πήγαν να φωνάξουν τη γριά. Μπήκε, κάνοντας μια ωραία υπόκλιση. Η καλή κυρία φορούσε πάντα το φόρεμα της από μαύρο ταφτά, που το χρώμα του είχε αρχίσει να παίρνει τις αποχρώσεις της σκουριάς και του λιλά, και το καπέλο της με τα φτερά που 'χε το χρώμα της στάχτης. Έμοιαζε νάναι σε καλή διάθεση. Μόλις μπήκε τους είπε:

«Καλησπέρα σας, κύριοι! Σίγουρα με φωνάξατε για το φάκελο, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, μαντάμ Ζιρί», είπε ο Ρισάρ με πολύ φιλικό ύφος… «Σας καλέσαμε για το φάκελο… αλλά και για κάτι άλλο».

«Στη διάθεση σας, κύριε διευθυντά, στη διάθεσή σας!… Και, για τι άλλο πρόκειται, παρακαλώ;»

«Πρώτα απ' όλα, μαντάμ Ζιρί, θα 'θελα να σας κάνω μια μικρή ερώτηση».

«Ευχαρίστως, κύριε διευθυντά, σας ακούω… η κυρά Ζιρί είναι εδώ για να σας απαντήσει».

«Έχετε πάντα καλές σχέσεις με το φάντασμα;»

«Δε θα μπορούσαν να είναι καλύτερες, κύριε διευθυντά!»

«Α! μας ευχαριστεί πολύ αυτό… Πέστε μας λοιπόν, μαντάμ Ζιρί», είπε ο Ρισάρ παίρνοντας εξομολογητικό ύφος… «Τελικά, μεταξύ μας, μπορούμε να σας το πούμε… δεν είσαστε καμιά ανόητη».

«Μα, κύριε διευθυντά!…» φώναξε η ταξιθέτρια σταματώντας το χαριτωμένο κούνημα των δύο μαύρων φτερών του καπέλου της που 'χε το χρώμα της στάχτης, «μπορείτε να είσαστε βέβαιοι πως ποτέ κανείς δεν αμφέβαλλε γι' αυτό!»

«Συμφωνούμε και γι' αυτό πιστεύουμε πως μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αυτή η ιστορία με το φάντασμα… πρόκειται για φάρσα, έτσι δεν είναι;… Ε… γι' αυτό… μεταξύ μας τώρα… δε νομίζετε πως κράτησε αρκετά;»

Η κυρία Ζιρί κοίταξε τους διευθυντές λες και της είχαν μιλήσει κινέζικα. Πλησίασε το γραφείο του Ρισάρ και πολύ ανήσυχη του είπε:

«Τι θέλετε να πείτε;… Δε σας καταλαβαίνω!»

«Α! μα νομίζω πως με καταλαβαίνετε πάρα πολύ καλά. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να μας καταλάβετε… Και πρώτ' απ' όλα πρέπει να μας πείτε τ' όνομά του».

«Ποιανού το όνομα;»

«Του συνενόχου σας, μαντάμ Ζιρί».

«Εγώ; Νομίζετε πως εγώ είμαι συνένοχη του φαντάσματος;… Συνένοχη σε τι;»

«Κάνετε ό,τι θέλει αυτός».

«Ω!… Δε ζητάει και πολλά ξέρετε».

«Και πάντα σας δίνει φιλοδώρημα!»

«Δεν έχω κανένα παράπονο, είν' η αλήθεια!»

«Πόσα σας δίνει για να του πάτε το φάκελο;»

«Δέκα φράγκα».

«Μμμ… δεν είναι και πολλά!»

«Πολλά για τι πράγμα;»