Τα δυο μαύρα φτερά του καπέλου που 'χε το χρώμα της στάχτης, ενώ συνήθως έμοιαζαν με δυο ερωτηματικά, ξάφνου έγιναν δυο θαυμαστικά. Όσο για το ίδιο το καπέλο, ταλαντεύτηκε απειλητικά, πάνω στο τρικυμισμένο σινιόν. Η έκπληξη, η αγανάκτηση, η διαμαρτυρία και ο τρόμος εκφράστηκαν από τη μητέρα της μικρής Μεγκ, μ' ένα είδος εκκεντρικής πιρουέτας συνοδευόμενης από ένα «ζετέ — γκλισάντ» της προσβεβλημένης της αρετής, που την έκανε να βρεθεί ξαφνικά κάτω απ' τη μύτη του κυρίου διευθυντή, ο οποίος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και οπισθοχώρησε μαζί με την πολυθρόνα του.
«Να με συλλάβουν;!»
Το στόμα που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, έμοιαζε έτοιμο να φτύσει στο πρόσωπο του κυρίου Ρισάρ τα τρία δόντια που του είχαν απομείνει.
Ο κύριος Ρισάρ φάνηκε ηρωικός. Δεν οπισθοχώρησε ξανά.
Ο απειλητικός του δείκτης έδειχνε ήδη στους απόντες αστυνομικούς την ταξιθέτρια του θεωρείου No 5.
«Θα πω να σας συλλάβουν, μαντάμ Ζιρί, σας καταγγέλω ως κλέφτρα!»
«Για ξαναπέστο!»
Είπε η κυρία Ζιρί και χαστούκισε μ' όλη της τη δύναμη το διευθυντή κύριο Ρισάρ, προτού ο διευθυντής κύριος Μονσαρμέν προλάβει να παρέμβει. Εκδικητική αντίδραση! Δεν ήταν μόνο το ξερό χέρι της χολερικής γριάς που χτύπησε το διευθυντικό μάγουλο, αλλά κι ο ίδιος ο φάκελος, η αιτία όλου του σκανδάλου, ο μαγικός φάκελος που άνοιξε κι άφησε να φύγουν από μέσα χαρτονομίσματα, τα οποία άρχισαν να στροβιλίζονται τρελά, σαν γιγάντιες πεταλούδες.
Οι δυο διευθυντές άφησαν μια κραυγή και η ίδια σκέψη έκανε και τους δυο να πέσουν στα γόνατα μαζεύοντας πυρετωδώς τα πολύτιμα χαρτιά.
«Εξακολουθούν να είναι γνήσια; Μονσαρμέν». «Εξακολουθούν να είναι γνήσια; Ρισάρ». «Εξακολουθούν να είναι γνήσια!!» Πάνω απ' τα κεφάλια τους τα τρία δόντια της μαντάμ Ζιρί κροτάλιζαν, εξαπολύοντας ένα ηχηρό κατηγορώ γεμάτο αποτρόπαιες εκφράσεις. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν όλα όσα έλεγε. Ωστόσο, άκουγαν καθαρά το λάιτ μοτίβ:
«Κλέφτρα εγώ;… Εγώ κλέφτρα;» Πνίγεται. Φωνάζει:
«Καταστράφηκα!»
Ξάφνου, μ' ένα πήδο, ξαναβρίσκεται κάτω απ' τη μύτη του Ρισάρ.
«Εν πάση περιπτώσει», στριγγλίζει, «εσείς κύριε Ρισάρ πρέπει να ξέρετε καλύτερα από μένα που πήγαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!»
«Εγώ;» ρωτάει ο Ρισάρ έκπληκτος. «Και πώς γίνεται αυτό;»
Αμέσως ο Μονσαρμέν, σοβαρός κι ανήσυχος, απαιτεί εξηγήσεις.
«Τι σημαίνει αυτό;» την ρωτάει. «Γιατί, κυρία Ζιρί, υποστηρίζετε πώς ο κύριος Ρισάρ πρέπει να ξέρει καλύτερα από σας που πήγαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα;»
Όσο για τον Ρισάρ, που αισθάνθηκε να κοκκινίζει κάτω από το βλέμμα του Μονσαρμέν, έπιασε το χέρι της μαντάμ Ζιρί και την ταρακούνησε βίαια. Η φωνή του μιμείται τον κεραυνό. Επιπλήττει, τουφεκίζει… κατακεραυνώνει…
«Γιατί θα 'πρεπε να ξέρω καλύτερα από σας που πήγαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα; Γιατί;»
«Γιατί απλούστατα, πέρασαν απ' την τσέπη σας!…» σφυρίζει η γριά γυναίκα κοιτώντας τον σαν να κοιτούσε τον ίδιο τον διάβολο.
Τώρα, είναι η σειρά του κυρίου Ρισάρ να νιώσει κεραυνοβολημένος, πρώτα απ' αυτήν την αναπάντεχη απάντηση, μετά από το ολοένα και πιο καχύποπτο βλέμμα του Μονσαρμέν. Νιώθει να χάνει το κουράγιο του, τώρα. ακριβώς που το χρειαζόταν για ν' αντικρούσει μια τόσο εξευτελιστική κατηγορία.
«Έτσι συμβαίνει πολλές φορές, κι οι πιο αθώοι, αιφνιδιασμένοι στην ειρήνη της ψυχής τους, συμπεριφέρονται σαν ένοχοι. Το ξαφνικό χτύπημα που δέχονται τους κάνει είτε να χλομιάζουν, είτε να κοκκινίζουν, να κλονίζονται, να αντιστέκονται, να καταρρέουν ή να διαμαρτύρονται. Μιλούν, όταν θα 'πρεπε να σωπάσουν, και σωπαίνουν, όταν θα 'πρεπε να μιλήσουν. Μένουν στεγνοί όταν θα 'πρεπε να ιδρώσουν και ιδρώνουν όταν θα 'πρεπε να μείνουν στεγνοί.
Ο Μονσαρμέν, αναχαίτισε την εκδικητική ορμή του αθώου Ρισάρ ενάντια στη μαντάμ Ζιρί και προσπαθεί να την ανακρίνει με… μαλακό τρόπο.
«Μα, πως μπορέσατε να υποψιασθείτε ότι ο συνεργάτης μου έβαλε τα είκοσι χιλιάδες φράγκα στην τσέπη του;»
«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο!» δηλώνει η μαντάμ Ζιρί, «δεδομένου πως εγώ η ίδια έβαλα τα είκοσι χιλιάδες φράγκα στην τσέπη του κυρίου Ρισάρ».
Πρόσθεσε με μισή φωνή:
«Ας είναι… πάει… Ελπίζω, το Φάντασμα να με συγχωρέσει!»
Καθώς ο Ρισάρ ξαναρχίζει να ουρλιάζει, ο Μονσαρμέν, αυταρχικά, τον διατάζει να σωπάσει:
«Συγνώμη! Συγνώμη! Αφήστε επιτέλους τη γυναίκα να μας εξηγήσει! Αφήστε με να τη ρωτήσω μερικά πράγματα». Και προσθέτει:
«Είναι πραγματικά παράξενος ο εκνευρισμός σου! Πλησιάζουμε στη λύση του μυστηρίου! Κι εσύ είσαι έξω φρενών! Δεν έχεις δίκιο!… Εγώ διασκεδάζω αφάνταστα».
Η κυρία Ζιρί, ως μάρτυρας, σηκώνει το κεφάλι, δείχνοντας το πρόσωπο της που λαμποκοπά από την πίστη της στην αθωότητα της.