«Μου λέτε πώς μέσα στο φάκελο που έβαζα στην τσέπη του κυρίου Ρισάρ υπήρχαν είκοσι χιλιάδες φράγκα, όμως εγώ, σας το επαναλαμβάνω, δεν ήξερα τίποτα… Εξάλλου, ούτε ο κύριος Ρισάρ ήξερε τίποτα!»
«Α, χα!» είπε ο Ρισάρ, αποκτώντας ξαφνικά ένα ηρωικό ύφος που καθόλου δεν άρεσε στον Μονσαρμέν. «Ώστε, λοιπόν, ούτε και γω ήξερα τίποτα! Βάζατε είκοσι χιλιάδες φράγκα στην τσέπη μου και δεν ήξερα τίποτα! Χαίρομαι πολύ που το λέτε αυτό, μαντάμ Ζιρί».
«Ναι», συμφώνησε, η τρομερή κυρία… «είναι αλήθεια!… Δεν ξέραμε τίποτα, ούτε γω, ούτε εσείς!… Όμως εσείς, δεν μπορεί… τελικά, θα 'πρεπε κάτι να καταλάβετε».
Δεν υπήρχε αμφιβολία πως αν δεν ήταν εκεί ο Μονσαρμέν, ο Ρισάρ θα κατασπάραζε τη μαντάμ Ζιρί! Όμως, ο Μονσαρμέν την προστατεύει. Επιταχύνει τις ερωτήσεις.
«Μα, ποιον φάκελο βάλατε στην τσέπη του κυρίου Ρισάρ; Δεν μπορεί να 'ταν αυτός που σας δώσαμε, αφού αυτόν, μπροστά στα μάτια μας, τον αφήσατε στο τραπεζάκι του θεωρείου No 5. Εκεί όμως, βρισκόντουσαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα».
«Με συγχωρείτε! Το φάκελο που μου έδινε ο κύριος διευθυντής έβαζα στην τσέπη του κυρίου διευθυντή!» εξηγεί η μαντάμ Ζιρί. «Όσο γι' αυτόν που άφηνα στο τραπεζάκι του θεωρείου του φαντάσματος, ήταν ένας άλλος φάκελος, ακριβώς ίδιος με τον άλλον, που τον είχα φέρει εγώ και που σε μένα τον είχε δώσει το φάντασμα!»
Μ' αυτά τα λόγια η μαντάμ Ζιρί βγάζει απ' το μανίκι της ένα φάκελο ολόιδιο μ' αυτόν που περιείχε τα είκοσι χιλιάδες φράγκα. Οι κύριοι διευθυντές τον αρπάζουν. Τον εξετάζουν και διαπιστώνουν πως είναι σφραγισμένος με τις σφραγίδες τους. Τον ανοίγουν… Έχει μέσα τα είκοσι χιλιάδες φράγκα της Αγίας Φάρσας, όμοια μ' αυτά που είχαν βρει τον περασμένο μήνα».
«Πόσο απλό είναι!» λέει ο Ρισάρ.
«Πόσο απλό είναι!» επαναλαμβάνει, πιο ήρεμος παρά ποτέ, ο Μονσαρμέν.
«Τα εντυπωσιακότερα κόλπα είναι πάντα τα απλούστερα», απαντά ο Ρισάρ. «Αρκεί ένας συνεργάτης…»
«Ή μια ελαφρόμυαλη γυναίκα!» προσθέτει με τη στριγγή φωνή του ο Μονσαρμέν και συνεχίζει με τα μάτια καρφωμένα στη μαντάμ Ζιρί, σαν να 'θελε να την υπνωτίσει.
«Λοιπόν, αν κατάλαβα καλά, ήταν το φάντασμα αυτός που σας έδωσε τούτο το φάκελο και ήταν το φάντασμα αυτός που σας είπε να το βάλετε στη θέση του φακέλου που σας δίναμε. Το φάντασμα και πάλι ήταν αυτός που σας έλεγε να βάλετε το «γνήσιο» φάκελο στην τσέπη του κυρίου Ρισάρ;»
«Ω! ναι! Το φάντασμα!»
«Λοιπόν, κυρία μου, μήπως μπορείτε να μας κάνετε μια μικρή επίδειξη των ικανοτήτων σας;… Να ο φάκελος. Κάντε σαν να μην ξέραμε τίποτα».
«Στη διάθεση σας, κύριοι!»
Η μαντάμ Ζιρί ξαναπαίρνει το φάκελο με τα είκοσι χιλιάδες φράγκα και προχωρά προς την πόρτα. Ετοιμάζεται να βγει έξω.
Οι δυο διευθυντές έχουν κιόλας πέσει πάνω της.
«Α όχι! Όχι! δε θα μας “τη φέρουν” ξανά! Αρκετά ανεχτήκαμε αυτήν την ιστορία! Δε θα ξαναρχίσουμε τα ίδια!»
«Με συγχωρείτε κύριοι», λέει η γριά. «Συγνώμη. Εσείς μου είπατε να κάνω σαν να μην ήξερα τίποτα!… Ε, λοιπόν, αν δεν ήξερα τίποτα, θα 'φευγα με το φάκελο σας!»
«Καλά, μα τότε, πώς θα το βάζατε στην τσέπη μου;» την αντικρούει ο Ρισάρ ενώ ο Μονσαρμέν δε σταματά λεπτό να τον παρακολουθεί με την άκρη του αριστερού του ματιού, ενώ το δεξί του είναι υπεραπασχολημένο με τη μαντάμ Ζιρί — κατάσταση δύσκολη για το ανθρώπινο βλέμμα· όμως, ο Μονσαρμέν είναι αποφασισμένος για όλα φτάνει ν' ανακαλύψει την αλήθεια.
«Πρέπει να σας βάλω το φάκελο στην τσέπη τη στιγμή που δε θα το περιμένετε καθόλου, κύριε διευθυντά. Ξέρετε πως πάντα, κατά τη διάρκεια της παράστασης, έρχομαι και κάνω ένα γύρο στα παρασκήνια και συχνά συνοδεύω, όπως άλλωστε μου το επιβάλλει το μητρικό μου καθήκον, την κόρη μου, στο φουαγιέ του χορού. Της φέρνω τις κάλτσες και καμιά φορά το μικρό της ποτιστήρι… Μ' άλλα λόγια μπορώ και πηγαινοέρχομαι άνετα… Το ίδιο και τα μέλη… Το ίδιο και σεις, κύριε διευθυντά… Υπάρχει πολύς κόσμος…
Περνώ πίσω σας και χωρίς να με πάρετε είδηση βάζω το φάκελο στην πίσω τσέπη σας!… Είναι απλό!… δεν πρόκειται για μάγια!»
«Δεν πρόκειται για μάγια!» μουρμουρίζει ο Ρισάρ γουρλώνοντας κάτι μάτια κεραυνοκρατούντος Διός… δεν πρόκειται για μάγια! Μα, σας συλλαμβάνω να ψεύδεστε ασύστολα, γριά μάγισσα!»
Η αξιότιμη κυρία θίγεται όχι τόσο από τα προσβλητικά λόγια αλλά από το ότι αμφισβητούν την ειλικρίνεια της και την καλή της πίστη. Ορθώνεται, αγριεύει, τα τρία της δόντια προβάλουν απειλητικά.
«Γιατί;»
«Γιατί εκείνο το βράδυ, το πέρασα ολόκληρο μέσα στην αίθουσα, παρακολουθώντας το θεωρείο No 5 και τον ψεύτικο φάκελο που είχατε αφήσει εκεί. Δεν κατέβηκα στο φουαγιέ του χορού ούτε για μισό λεπτό…»